Αρχείο για 2 Φεβρουαρίου 2009

«Όλοι οι Έλληνες που ήρθαν στη φιλόξενη Βραζιλία είναι ο κάθε ένας τους και ένας ήρωας. Αυτό πιστεύω. Λένε ότι είναι πολύ δύσκολο να καρποφορήσει ένα δέντρο που ξεριζώθηκε από τα χώματα που σπάρθηκε. Εμείς τα καταφέραμε, γιατί πήραμε μαζί μας την Ελλάδα, που είναι η ζωή μας».

Λόγια, που αγγίζουν την καρδιά, από μία Ελληνίδα της διασποράς, με ζωντάνια που θα ζήλευαν πολύ νεώτερες της. Η 77χρονη Λέλουδα Πάνος, το γένος Παπαλαμβροπούλου, ζει μόνιμα από το 1954 στο Sao Jose dos Campos, μία πόλη της Βραζιλίας με ένα εκατομμύριο κατοίκους, σε απόσταση περίπου εκατό χιλομέτρων από το Σάο Πάολο.

Πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας της πόλης, που συσπειρώνει περίπου σαράντα οικογένειες, η κα Λίνα, όπως την αποκαλούν στη νέα πατρίδα, προσπαθεί με τις δυνάμεις της να δώσει πνοή στον Ελληνισμό. Της το αναγνωρίζουν άλλωστε όλοι, γι΄ αυτό και αισθάνεται ιδιαίτερη ηθική ικανοποίηση που την εξέλεξαν γραμματέα της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων Βραζιλίας τον περασμένο Δεκέμβριο. Δηλώνει ότι θέλει να φύγει από τη ζωή όρθια, όπως έζησε μέχρι σήμερα, ξεπερνώντας δυσκολίες, που πολλές φορές φάνταζαν ανυπέρβλητες.

Μέχρι και ιστοσελίδα έφτιαξε η κ. Πάνος για να καταχωρήσει πρωτίστως στοιχεία για τους Έλληνες της Βραζιλίας, η παρουσία των οποίων, όπως λέει, δεν έχει τύχει στόχος σοβαρής μελέτης. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που την αναζητήσαμε και επικοινωνήσαμε μαζί της τηλεφωνικώς στη Βραζιλία. Η συνομιλία μας κυλάει αβίαστα, έχοντας την αίσθηση ότι μιλάμε με κάποια που γνωρίζουμε χρόνια. Και έχει πολλά να μας πει.

Μας εξιστορεί πως φύγανε οικογενειακώς από τη Λιβαδειά, στα δύσκολα χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Πρώτος έφυγε ο αδελφός της, ο Επαμεινώνδας. Τα δύο μαρτυρικά χρόνια, που πέρασε στη Μακρόνησο, ο μετέπειτα αβάσταχτος μαρασμός το να μη βρίσκει πουθενά δουλειά, παρ΄ όλο που ήταν ένας καλός αρχιτέκτονας, τον οδήγησαν στην ξενιτιά, θυμάται με θλίψη. Στη Βραζιλία, όπου βρέθηκε τυχαία, σε σύντομο χρονικό διάστημα βρήκε δουλειά σε μία μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία και έτσι δεν ήταν δύσκολο να ακολουθήσουν τα βήματά του ο πατέρας, τοπογράφος στο επάγγελμα, η μάνα και οι τρεις αδελφές. Η δική τους ιστορία είχε καλή εξέλιξη, σημειώνει, όπως πολλών άλλων Ελλήνων της Βραζιλίας.

Στη Βραζιλία γνώρισε και τον σύζυγό της, Νικόλαο Πάνο, μικρασιάτη στην καταγωγή, με τον οποίο απέκτησε τρεις κόρες. Ο αγαπημένος της σύντροφος έχει φύγει από τη ζωή εδώ και έξι χρόνια, εκείνη όμως συνεχίζει το επί πολλά έτη έργο του ως πρόεδρος της κοινότητας. Με υπερηφάνεια μας αναφέρει ότι οι κόρες της, δικηγόροι και οι τρεις, μιλούν άψογα την Ελληνική. Μάλιστα η Φαίδρα-Δανάη ασχολείται ενεργά με τα θέματα της κοινότητας και το 2004 ήρθε ως εθελόντρια στην Ολυμπιάδα της Αθήνας, μία εμπειρία αξέχαστη. Τα δε εγγόνια της αποζητούν να έχουν άμεση επαφή με τις ρίζες τις Ελληνικές.

934b1953ff6aa3cc21684c0ca542bda2

Η Λίνα Πάνος στη ραδιοφωνική εκπομπή του Βασίλειου Σκαρλάτου (δεκαετία του ΄60).

«Ότι κάνουμε είναι από δική μας πρωτοβουλία, με τις μικρές μας δυνάμεις, χωρίς καμία βοήθεια», θα μας πει η κα Πάνος. «Παραδίδω μαθήματα Ελληνικών, για να μην ξεχάσουμε τη γλώσσα μας, διοργανώνουμε εκδηλώσεις με θέματα Ελληνικά. Μπορεί να είμαστε λίγοι στον αριθμό, έχουμε όμως κύρος στην τοπική κοινωνία και αυτό πολύ μας χαροποιεί. Μεγάλη δύναμη μας έδωσε η τιμή που μας έγινε από το Δήμο της πόλης, που με ομόφωνη απόφαση όλων των συμβούλων, μας ανακήρυξε «οργάνωση κοινής ωφέλειας».

Η πρώτη μεγάλη εκδήλωση – Ελληνική εβδομάδα – έγινε στο μέγαρο του Δήμου του Sao Jose dos Campos, όπου στο αντιθέατρο – μεταξύ άλλων – προβλήθηκαν η «Πολίτικη Κουζίνα» και μία τριλογία περί του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης. Ο χώρος «ντύθηκε» Ελληνικά, με πόστερ από την πατρίδα, Ελληνικά κεντήματα, κεραμικά, ενδυμασίες, ακόμα και Αραχωβίτικα χαλιά έφεραν από τα σπίτια τους. Τις εκδηλώσεις επισκέφτηκαν περίπου πέντε χιλιάδες άτομα, μεταξύ αυτών και πολλοί μαθητές. Εν τω μεταξύ η κοινότητα ήδη έχει εξασφαλίσει να γιορταστεί η 25η Μαρτίου σε ειδική εκδήλωση και πάλι στο Δημαρχείο της πόλης.

Το μόνο παράπονο της κυρίας Λίνας είναι ότι δεν τα κατάφερε να πάρει το Ελληνικό διαβατήριο. «Σκόνταψε» στα γραφειοκρατικά γρανάζια, καθώς πέρυσι, όταν πήγε στη Λιβαδειά, της ζητήσανε το έγγραφο της βάπτισης, που τελικά δεν της παραχώρησε η Μητρόπολη, προβάλλοντας λόγους αστήριχτους, όπως λέει.

«Αστείες ιστορίες», θα μας πει γελώντας. «Δεν είναι τα χαρτιά που μας κάνουν Ελληνες. Τόσα χρόνια, μακριά από την πατρίδα, κρατήσαμε γνήσια την ταυτότητά μας, τα ήθη και τα έθιμα, τους χορούς μας, τη θρησκεία μας, και όλα αυτά μόνοι μας, αυτό να γράψετε».

Οι Ελληνες ομογενείς στη Βραζιλία σήμερα δεν ξεπερνούν τους 20.000. Υπάρχουν δώδεκα Ελληνικές Κοινότητες, συσπειρωμένες στην Ομοσπονδία Ελληνικών Κοινοτήτων Βραζιλίας.

«Ξέρετε, εδώ μας αγαπούν πολύ εμάς τους Έλληνες, λόγω της πλούσιας κληρονομιά μας, αλλά και της ιστορίας που γράψαμε στη χώρα αυτή που έγινε δεύτερη πατρίδα μας», σημειώνει η κα Πάνος. «Σήμερα, η δεύτερη και τρίτη γενιά ομογενών μας, παιδία και εγγόνια των πρωτων Ελλήνων, είναι σπουδαγμένοι και κατέχουν αξιόλογες θέσεις στη μεγάλη Βραζιλιανή οικογένεια».

Στην ιστοσελίδα της ελληνικής κοινότητας του Sao Jose dos Campos, οικογενειακή υπόθεση και αυτή, έχει μία συγκινητική, πολυσέλιδη αναφορά στην παρουσία των Ελλήνων στη Βραζιλία. Η μόνη πηγή που είχε η κ. Πάνος για να ανατρέξει και να συντάξει το κείμενο ήταν μία έκδοση του 1994, με την ευκαιρία της 8ης Κληρικολαϊκής Συνέλευσης χωρών Λατινικής Αμερικής.

Όταν πρωτοπήγε στο Sao Jose dos Campos η κα Λέλουδα παραξενεύτηκε που ένας από τους κεντρικούς δρόμους έφερε ένα όνομα Ελληνικό, αυτό του Παντιά Καλόγερου. Ρώτησε και έμαθε ότι όντως ήταν Ελληνας, γεννημένος στη Βραζιλία, με καταγωγή από την Κέρκυρα, και μάλιστα υπήρξε ο μοναδικός Ελληνικής καταγωγής πολίτης στην ιστορία της χώρας που στις αρχές του περασμένου αιώνα έγινε πετυχημένος υπουργός Πολέμου της Βραζιλιανής Δημοκρατίας.

Βαθύς γνώστης των διπλωματικών γεγονότων, της εθνικής πραγματικότητας της εποχής του ο Παντιά Καλόγερος είχε γράψει-μεταξύ άλλων- το έργο Οικονομική Πολιτική της Βραζιλίας, με το οποίο έβαλε τις βάσεις για την οικονομική ισορροπία του κράτους, σε μια εποχή που η Βραζιλία ήταν δέσμια με ανυπέρβλητες οικονομικές και πολιτικές δυσκολίες, σχετικά με την εξαγωγή του καφέ που καταλάμβανε το 90% των εξαγώγιμων προϊόντων.

Ο Παντιά Καλόγερος ήταν μέλος της αποστολής στην συνθήκη των Βερσαλλιών, όπου γνώρισε τον Eπιτάσιο Πεσσόα, ο οποίος εξελέγη αργότερα Πρόεδρος της Δημοκρατίας (1919 – 1922). Τότε τον επέλεξε για να ηγηθεί του Υπουργείου Πολέμου. Ως βουλευτής της πολιτείας Mινας Ζεράις, πήρε μέρος και στην Συνταγματική Συνέλευση του 1933. Διετέλεσε επίσης υπουργός Γεωργίας και υπουργός Εθνικού Ταμείου. Ως ελάχιστο φόρο τιμής για τις υπηρεσίες του και την πνευματική κληρονομιά που άφησε στην Βραζιλία, όπου γεννήθηκε, οι βραζιλιανές αρχές έχουν δώσει το όνομα του σε διαφόρους δημόσιους χώρους, πλατειές, λεωφόρους.

Με την άφιξη της βασιλικής οικογενείας της Πορτογαλίας στη Βραζιλία τον δέκατο όγδοο αιώνα, που την ακολούθησαν περισσότερα από δεκαπέντε χιλιάδες άτομα, ευγενείς και μη, αναφέρεται και η άφιξη των πρώτων Ελλήνων. Κάποιοι από αυτούς ήταν διδάσκαλοι παιδαγωγοί, για την μόρφωση των πριγκίπων, τα ονόματά τους όμως δεν έχουν διασταυρωθεί, σημειώνει η κα Πάνος.

Τα χρόνια εκείνα χρειάστηκε να γίνουν πολλά έργα στην πόλη του Ρίο ντέ Ζανέιρο, αλλά και στην ύπαιθρο, (κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών, οικοδόμηση εκατοντάδων οικισμών κ.ά.), όπου εργάστηκαν και πολλοί Έλληνες, οι περισσότεροι από την Κρήτη. Στο νότο της Βραζιλίας, οι πρώτοι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην πόλη Φλοριανόπολη, της Πολιτείας Σάντα Καταρίνα, και Παραναγκουά, της Πολιτείας του Παρανά. Αυτοί οι πρώτοι Έλληνες κατάγονταν από το Καστελόριζο, (Μεγίστη) των Δωδεκανήσων. Οι παραθαλάσσιες πόλεις, με το ωραίο κλίμα και την άφθονη αλιεία, τους θύμιζαν τον τόπο τους, τα Ελληνικά νησιά, και έτσι αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί, όπου βρήκαν ένα φιλόξενο περιβάλλον για την μετέπειτα πορεία τους.

Στην Φλοριανόπολη πήγε το 1883 και η οικογένεια του καπετάν Σάββα Νικολάου Σάββα, όταν το πλοίο στο οποίο επέβαιναν, η «Λευκή Περιστέρα», λόγω βλάβης άραξε στο λιμάνι της πόλης. Ο καπετάν Σάββας Νικολάου Σάββας, εγκαταστάθηκε στη συνέχεια στο νησί της Σάντα Καταρίνα.

Στην πόλη Παραναγκουά, με το ομώνυμο λιμάνι, εγκαταστάθηκε η οικογένεια του Σάββα Ιωαννίδη, ο οποίος αργότερα έγινε επίτιμος πρόξενος, εκπροσωπώντας το κυριότερο λιμάνι της Βραζιλίας του προπερασμένου αιώνα, όπου υπήρχαν εγκαταστάσεις για ανεφοδιασμό και επισκευή των εμπορικών πλοίων που κατευθύνονταν .στις πόλεις του Ρίο ντελ Πλάτα στην Αργεντινή. Με τα χρόνια, εξαιτίας της πολιτικής και οικονομικής αναταραχής που επικρατούσε στην Ευρώπη, και άλλες οικογένειες Ελλήνων, κυρίως συγγενείς από τα νησιά εγκαταστάθηκαν εκεί, αλλά και στα μεγάλα αστικά κέντρα του Ριό ντε Ζανέιρο, Σάο Πάολο, Nιτερόι.

Άλλες οικογένειες που πήγαν στην Βραζιλία γύρω στο 1840, ήταν η οικογένεια του Αθηναίου Όθωνα Λεάνδρου, οι έμποροι Ράλλη και Ροδοκανάκη, όπως και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Ελευθεριάδης, γιός μετανάστη, στην περιοχή Άγκρα ντος Ρέις, ο οποίος υπήρξε διακεκριμένος δημοσιογράφος. Έγραψε πολλά βιβλία και ίδρυσε περιοδικά, όπως το «Σιγγάρα», ενώ διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού «O Κρουζέιρο».

Στα μεταπολεμικά χρόνια, κυρίως μετά το 1950, σημειώνεται και η μαζικότερη μετανάστευση Ελλήνων στην Βραζιλία, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν πρωτίστως στις πόλεις Σάο Πάολο, Ρίο ντέ Ζανέιρο, Πόρτo Αλέγκρι, Κουριτίμπα, Μπέλο Οριζόντε Σαλβαντόρ και στη Μπραζίλια, τη νέα πρωτεύουσα που ανεγείρονταν. Στην ανοικοδόμηση συμμετείχαν και ομογενείς μας, που εγκαταστάθηκαν, όπως όλοι, σε πρόχειρες παράγκες. Ολόκληρη η περιοχή ήταν ένα απέραντο οροπέδιο, με λίγη βλάστηση χωρίς ίχνος ανθρώπινης παρουσίας σε απόσταση δεκάδων χιλιομέτρων.

Αυτοί οι πρώτοι Έλληνες, ασχολήθηκαν κυρίως με τον ανεφοδιασμό τροφίμων και ρουχισμού και ότι άλλο αναγκαίο για τους χιλιάδες εργάτες από όλα τα μέρη της Βραζιλίας που συνεχώς κατέφθαναν για να πάρουν μέρος στην ανοικοδόμηση της νέας πρωτεύουσας, αλλά και με την προμήθεια οικοδομικών υλικών.

«Οι δυσκολίες ήταν πολλές, κυριαρχούσε όμως ο ενθουσιασμός από το γεγονός ότι λαμβάνουν μέρος σε κάτι το μεγαλειώδες, σε ένα όνειρο που έβλεπαν να παίρνει μορφή και με τη δική τους συμβολή», αναφέρει η κα Πάνος. «Θα πρέπει να πούμε ότι γενικά οι Έλληνες ενσωματώθηκαν εύκολα στο καινούργιο περιβάλλον, χωρίς να χάσουν την εθνική τους ταυτότητα, ήθη και έθιμα, και την πίστη τους στην Ορθοδοξία, αν και δεν ήταν λίγοι εκείνοι, από τους πρώτους Ελληνες που έφθασαν στην Βραζιλία, που δεν κατόρθωσαν να ανταποκριθούν στην καινούργια πραγματικότητα της χώρας υποδοχής και έμειναν στην ανωνυμία μακριά από το Ελληνικό στοιχείο».

Με το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, οι συνθήκες του εξωτερικού εμπορίου της Βραζιλίας έγιναν πιο ευνοϊκές, από τις οποίες αρκετοί Έλληνες επωφελήθηκαν και δημιούργησαν σταθερές και κερδοφόρες επιχειρήσεις. Ήταν η εποχή που οι ομογενείς μας άρχισαν να οργανώνονται σε κοινότητες, πολιτιστικά κέντρα, να χτίζουν εκκλησίες και σχολεία. Οι γυναίκες ενώθηκαν και ιδρύσαν διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις, με αξιομνημόνευτη δράση, με επικεφαλής επί σειρά ετών στο Σάο Πάολο την αλησμόνητη κυρία Πιπίνα.

Ένας ιδεαλιστής Έλληνας, ο αξέχαστος Βασίλειος Σκαρλάτος, την εποχή του ΄60 ίδρυσε το μοναδικό μέχρι σήμερα ελληνικό ραδιοφωνικό πρόγραμμα, που είχε μεγάλη απήχηση στους νεοφερμένους, που με λαχτάρα περίμεναν να το ακούσουν κάθε Κυριακή. Η εκπομπή αρχικά μεταδιδόταν από το Ράδιο Σάντο Αμάρο, και στη συνέχεια από το Ράδιο Νόβε ντε Ζούλιο. Σε αυτό το ραδιοφωνικό πρόγραμμα συνεργάστηκε και η κα Λέλουδα Πάνος.

Στο νότο της χώρας, ο Γεώργιος Λακερδής, με καταγωγή από το Καστελόριζο, γεννημένος στην πόλη Pαραναγκουά, αλλά με πολιτική έδρα στην Πολιτεία της Σάντα Καταρίνα, εξελέγη βουλευτής επί δύο συνεχείς θητείες, από το 1948 έως το 1954. Στη συνέχεια, και με απόλυτη πλειοψηφία, έγινε Κυβερνήτης της Πολιτείας. Έφυγε από τη ζωή πρόωρα, σε αεροπορικό δυστύχημα, άφησε όμως ένα αξιόλογο έργο, όχι μόνο στην πολιτική. Είχε αναλάβει το λογοτεχνικό φυλλάδιο στην εφημερίδα «A Mανιά», που κυκλοφόρησε για πολλά χρόνια, ενώ χρηματοδότησε και ανέδειξε πολλά γνωστά ονόματα τόσο στην λογοτεχνία, όσο και στις Τέχνες της Βραζιλίας.

Διαμαντένια  Ριμπά

Πηγή: ΑΠΕ