
.
Πρόσταξε η γαλανομάτα θεά του Ολύμπου, την βασίλισσα της Ιθάκης.
Ώρα για να διεκδικήσει κάποιος το τόξο του μεγάλου Εξερευνητή!
Ψιθύρισε η κόρη του Δία, στην κόρη του Ικαρίου.
Ώρα για τον διαγωνισμό του Τόξου!
Συμβούλεψε η Αθηνά, την Πηνελόπη.
Aνέβηκε
στα ψηλά δωμάτια του παλατιού, η Πηνελόπη, ύστερα από προτροπή της Αθηνάς.
Στα χέρια της κρατούσε ένα χαλκινοφίλντισι κλειδί και όταν άνοιξε
την λαμποκοπούσα πόρτα της μυστικής κάμαρης ακούστηκε ένας βαρύς θόρυβος.
Προχώρησε ανάμεσα στους πολύτιμους θησαυρούς και κατευθύνθηκε στο Τόξο
με την φαρέτρα περίλυπη.
Ήταν το δώρο του Ιφιτου, το Τόξο του Απόλλωνα, αλλά ο Οδυσσέας
δεν το πήρε μαζί του όταν ξεκίνησε την μεγάλη εξερεύνηση του Κόσμου.
Η περίφρων κόρη του Ικάριου ,το άγγιξε και,
δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της.
Έκλαιγε για την εξορία, την μοναξιά, την αγωνιά του Ανθρώπου ,αιώνες τώρα, να βασανίζεται χωρίς τέλος, χωρίς οίκτο.
Έκλαιγε μ’αναφιλητά για τα παιδιά που δεν έχουν προλάβει να χαρούν την ξεγνοιασιά ,την νεότητα ,την αθωότητα, που τους ταιριάζει.
Έκλαιγε για τις γυναίκες που δεν μπόρεσαν να μοιραστούν την ζωή τους
μ’ενα ταίρι που θα εκτιμούσαν, θ’ αγαπούσαν και θα σεβόταν.
Ακόμη θρηνούσε για τους άντρες που έχουν χάσει την την περηφάνια τους,
την τιμή τους, τον στόχο , τον προορισμό τους που, όφειλαν να έχουν.
Η συνέχεια στους ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΛΑΪΟΝ