ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΣΚΑΡΠΑΡΗ
Σωκράτη, Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Δάντη, Σαίξπηρ, Γαλιλαίο, Καρτέσιο, Νεύτωνα, Γκαίτε, Δαρβίνο, Μαρξ, Φρόιντ, Βέμπερ, Αϊνστάιν και Κέινς – με όλους αυτούς πρέπει να μπορούν να συνομιλούν τα παιδιά μας, είπε ο έντιμος Υπουργός Παιδείας στην ομιλία του για τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών, τη Γιορτή των Γραμμάτων. Και με βύθισε σε σκέψεις.
Για να τους συναφέρνει, λέω μέσα μου, αυτούς (όλους!) τους, όντως, γίγαντες του πνεύματος, ο Υπουργός μας και να προσδοκά πως θα μεταρρυθμίσει την Παιδεία, για να μπορούν να συνομιλούν μαζί τους τα παιδιά μας, σίγουρα ο ίδιος θα τους ξέρει απόξω κι ανακατωτά, όπερ έδει δείξαι: Η επιλογή του Προέδρου ήταν άριστη! Μια νέα εποχή ξημερώνει για τον κυπριακό Πολιτισμό. Και κακώς την έτρεμα ο αφιλότιμος. Τώρα που βεβαιώθηκα για την ευρυμάθεια και το όραμα του ανδρός, πήγε η καρδιά μου στον τόπο της. Όλα ήταν γέννημα της νοσηρής ιδεοληψίας μου. Τον παρεξήγησα τον άνθρωπο, μόνο και μόνο γιατί μας έταξε να μας αλλάξει την Ιστορία (και τα φώτα, γενικώς, μ’ ένα σμπάρο που λένε…). Μέα κούλπα, το πιο λίγο που μπορώ να πω, δηλαδή και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, από ’δω κι εμπρός. Ήθελε ο άνθρωπος να μας βγάλει από τη σπηλιά, να μας δείξει το φως το αληθινό κι εμείς του γυρίσαμε την πλάτη και μείναμε σα χάννοι να βλέπουμε τις σκιές μας. Ε, δεν τρωγόμαστε (εγώ και οι υπόλοιποι εθνικοσοβινιστομαξιμαλιστές)!
Και τώρα, ας σοβαρευτούμε! Η ταχύτητα πτώσεως, λέει ο Γαλιλαίος, που συμπεριλαμβάνεται στους σοφούς που θα συνομιλούν αύριο με τα παιδιά μας, αυξάνεται αναλόγως του χρόνου. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε περισσότερο προσεκτικοί όταν ανοίγουμε το στόμα μας κι αφήνουμε να μας ξεφεύγουν ακατασχέτως έπεα, όντως, πτερόεντα. Μπορεί οι αυλοκόλακες να ενθουσιάζονται μ’ αυτά, κι οι Αλεξανδρινοί να δείχνουν συγκατάβαση, μα όλοι μας γνωρίζουμε «τι κούφια λόγια είναι αυτές οι βασιλείες…».
Εκείνο που χρειάζονται τα παιδιά μας σήμερα (παράλληλα με το ανέμελο παιχνίδι και τη συσσώρευση της χαράς που θα τους θωρακίσει εναντίον των πολλών και πολύπλοκων αντιξοοτήτων της ενηλικίωσης), πρώτα και κύρια, είναι να διδαχτούν τη μητρική τους γλώσσα, την ιστορία του τόπου και τις ιδέες που γέννησε η φυλή τους. Για να πατούν με αυτοπεποίθηση και περηφάνια (ποτέ με έπαρση και αλαζονεία) τα πόδια τους στη γη που τους γέννησε. Για να την αγαπήσουν και να παλέψουν γι’ αυτήν με σθένος και αξιοπρέπεια. Για να στερεώσουν μέσα τους ύστερα την ιδέα του μέτρου και τα σταθμά των αρετών, που θα τους κάνουν να καταλάβουν και να συμπονέσουν το διπλανό τους και τον υπόλοιπο κόσμο. Τούτη πρέπει να ’ναι η πρώτη αποστολή της Παιδείας. Ασφαλώς και θα διδαχτούν κι άλλες επιστήμες, για να σωρευτεί η γνώση που θα τους οδηγήσει σε πιο ψηλά σκαλοπάτια, αλλά οι ‘συνομιλίες’ των παιδιών της Μέσης με την πληθώρα των γιγάντων του πνεύματος, που ανέφερε ο κ. Υπουργός, σαν αποκύημα φαντασίας ακούγεται και όχι σαν στόχος σεμνός και ρεαλιστικός. Η μόρφωση είναι (πρέπει να είναι) ένα ταξίδι ατέρμονο της ζωής. Ο Ντεκάρτ, ο Φρόιντ κι ο Αϊνστάιν θα έχουν την ευκαιρία τους. Το ίδιο κι η αμφιβολία κι ο λεγόμενος ορθός λόγος που θα τους ξυπνήσουν (ίσως στο τέλος της εφηβείας τους) τη δίψα της αναζήτησης μιας άλλης, περισσότερης, μεγαλύτερης αλήθειας.
Στο θεατρικό έργο του Β. Κατσικονούρη, «Οι Αγνοούμενοι», που διδάσκεται αυτές τις μέρες, μια φράση στιγματίζει τον κατήφορο που έχουμε πάρει. «Εμείς είμαστε οι αγνοούμενοι», αναφωνεί η Μίνα (αδελφή του αγνοούμενου), όταν συνειδητοποιεί πόσο ρηχή και άδεια υπήρξε η ζωή της – η γεμάτη εφήμερες διασκεδάσεις και σπουδές και τίτλους και διδακτορικά. Επειδή δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να καταλάβει κι επειδή περιφρόνησε όσα άξιζε ν’ αγαπήσει. Επειδή αγνόησε τις απλές εξισώσεις της αλήθειας που συγκροτούν τους θεμελιούς της μεγαλύτερης. Η Παιδεία πρέπει πρώτιστα να διδάσκει τα παιδιά μας πώς να μη γίνονται «αγνοούμενοι» σαν μεγαλώσουν. Τότε θα έρθει και η σειρά των προβληματισμών και των διαλόγων με τους «γίγαντες του πνεύματος».
Πηγή: SigmaLive