
Aς ανατρέξουμε για λίγο στην τρυφερή, μελαγχολική, ποίηση του μεγάλου αυτού ποιητή…..
Ας προσπαθήσουμε να μπούμε στην ψυχή του και να νοιώσουμε τα συναισθήματα ενός γεμάτου ζωή διανοητή ….
Ενός ονειροπόλου ιδανικού αυτόχειρα….
«Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1896 και από την εφηβική του ηλικία εκδηλώθηκε η λογοτεχνική του κλίση. Σπούδασε νομική στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Διορίσθηκε δημόσιος υπάλληλος στη νομαρχία Θεσσαλονίκης το 1920 κι μετά από αρκετές μεταθέσεις κατέληξε στην Πρέβεζα το 1928. Όλα αυτά τα χρόνια δεν καταφέρνει να νιώσει ευτυχισμένος απ’ την ζωή του και η κατάσταση δυσκολεύει όταν μετατίθεται στην Πρέβεζα. Δεν είναι απαισιόδοξος, αλλά αρνείται να ζεί συμβατικά. Έχει απομυθοποιήσει τα ιδανικά της ζωής και τον κυριαρχεί ο εφήμερος χαρακτήρας της. Οι λίγες χαρές της δεν του αρκούν. Η ποίηση είναι η μόνη του διέξοδος. Η σάτιρα του Kαρυωτάκη είναι λυρική, κρύβοντας στα βάθη της μιά νότα πίκρας και σαρκασμού. Ο Καρυωτάκης οραματίζεται έναν ιδεατό κόσμο, όπου ο άνθρωπος θα μπορεί να ζήσει ελεύθερος, χωρίς συμβατικότητες. Η ιδέα της αυτοκτονίας που τον απασχολεί αρκετό καιρό, αρχίζει να ωριμάζει μέσα του. Στις 20 Ιουλίου 1928 κάνει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας, πέφτοντας γυμνός στη θάλασσα. Δέκα περίπου ώρες προσπαθούσε να πνιγεί, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε. Την επόμενη μέρα αγόρασε ένα πιστόλι και σημαδεύοντας την καρδιά του έδωσε τέλος στη ζωή του. Με την αυτοκτονία του, προσθέτει στην ποίησή του την δραματική σφραγίδα της ειλικρίνειάς του».

Οι ποιητικές συλλογές του Καρυωτάκη:
«Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων»
«Nηπενθή»
«Ελεγεία και σάτιρες»

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Εγώ δεν επλανήθηκα σε δάση απάρθενα, βουερά,
μηδέ η ριπή μ’ εχτύπησε του ωκεάνειου ανέμου.
Σκλάβο πουλί, τ’ ανώφελα πηγαίνω σέρνοντας φτερά
και δε θα ιδώ τους ουρανούς που νοσταλγώ, ποτέ μου.
Μα πάντα, ω φύση, αλίμονο! πόσο η ψυχή μου ταπεινή
λάτρισσα στο παραμικρό γίνεται μάντεμά σου,
και πόσο, τώρα που η βραδιά θα πέσει φθινοπωρινή,
το καθετί περσότερο μου λέει την ομορφιά σου!
Με μιαν ακρούλα σύννεφου ταξιδεμένου με καλείς,
με το χρυσίο χαμόγελο του μαραμένου βρύου,
μ’ ένα χορτάρι ανάμεσα στις πλάκες όλες της αυλής,
που το σαλεύει μοναχό η πνοή του Σεπτεμβρίου.
Και τη φωνή σου ακούγοντας, τη μυστικιά, τη δυνατή,
ω φύση, θα ‘ρθω κάποτε φέρνοντας το σταυρό μου.
Θα’ ναι το χώμα σου ελαφρό, και θα ‘ναι πάντα ονειρευτή
η ώρα με τ’ αναπάντεχο τέλος του μάταιου δρόμου!
ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (ΕΛΕΓΕΙΑ ΚΑΙ ΣΑΤΙΡΕΣ)

ΕΥΓΕΝΕΙΑ
Κάνε τον πόνο σου άρπα.
Και γίνε σαν αηδόνι,
και γίνε σα λουλούδι.
Πικροί όταν έλθουν χρόνοι,
κάνε τον πόνο σου άρπα
και πέ τονε τραγούδι.
Μη δέσεις την πληγή σου
παρά με ροδοκλώνια.
Λάγνα σου δίνω μύρα
για μπάλσαμο και αφιόνια.
Μη δέσεις την πληγή σου,
και το αίμα σου, πορφύρα.
Λέγε στους θεούς «να σβήσω!»
μα κράτα το ποτήρι.
Κλότσα τις ημέρες σου όντας
θα σου ‘ναι πανηγύρι.
Λέγε στους θεούς «να σβήσω!»
μα λέγε το γελώντας.
Κάνε τον πόνο σου άρπα.
Και δρόσισε τα χείλη
στα χείλη της πληγής σου.
Ένα πρωί, ένα δείλι,
κάνε τον πόνο σου άρπα
και γέλασε και σβήσου.
ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (ΝΗΠΕΝΘΗ)