Μεταμέλεια
Aνάθεμα την πρώτ’ αρχή,
που μ’ είπαν να πιστέψω,
πως δεν μου σώζετ’ η ψυχή,
σαν δεν καλογερέψω!
Απ’ την ζωής την Πασχαλιά
μ’ έκαμαν να ξεπέσω·
ν’ αφήσω μακριά μαλλιά
και ράσο να φορέσω.
Να ζω με το ξερό ψωμί,
με το νερό μονάχα
για να παιδέψω το κορμί,
και για ν’ αγιάσω τάχα!…
Καλόγεροι, σας προσκυνώ,
και σας φιλώ τα χέρια.
Και σας πετώ τον ουρανό
και τα χρυσά τ’ αστέρια.
Πετώ τον σκούφο στο κελί,
το ράσο στο ντουλάπι
τον νου μου μόνο στο φιλί
και μόνο στην αγάπη.
Θωρώ πουλάκια στην αυλή,
που παίζουν ταίρι ταίρι,
και λέγω: Nάμουνα πουλί!
Να ήμουν περιστέρι!
Θωρώ κοπέλες που περνούν
να παν στο περιβόλι
κι αυτού που κοντοπροσκυνούν
με παίρνουν οι Διαβόλοι!…
Ο Γεώργιος Βιζυηνός (Γεώργιος Μιχαηλίδης) γεννήθηκε το 1849 στη Βιζύη της Θράκης. Πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και στα δέκα του τον έστειλαν στην Πόλη, για να μάθει ραπτική κοντά στον αρχιράφτη της Βαλιδέ Σουλτάνας. Αργότερα βρίσκεται καλογεροπαίδι στην Κύπρο, σπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, με καθηγητή, τον τυφλό ποιητή Ηλία Τανταλίδη, μαθητής στο Α΄ Γυμνάσιο της Πλάκας στην Αθήνα κι έπειτα φοιτητής στη Γερμανία με λαμπρές σπουδές και διδακτορική διατριβή στην παιδοψυχολογία.
Από την τρυφερή του ηλικία γνώρισε το σκληρό κι απάνθρωπο πρόσωπο της ζωής. Τα διηγήματά του, εμπνευσμένα από επεισόδια της προσωπικής και οικογενειακής του ζωής, τον ανέδειξαν θεμελιωτή του ψυχογραφικού αφηγήματος στην Ελλάδα. Η πεζογραφία του είναι ένας σπαραχτικός ύμνος στη μάνα. Γνώστης και λάτρης της Ελληνικής παράδοσης, διατηρεί στο έργο του το Ελληνικό ύφος και την Ελληνική γραμμή. Τα έργα του είναι εικόνες της Ελληνικής ζωής και της λαογραφίας στη Θράκη και την Mικρά Aσία. Eκτός από τη λογοτεχνική του δραστηριότητα, ο Bιζυηνός ασχολήθηκε και με την παιδαγωγική, με μια σειρά συγγραμάτων. Tο γράψιμο και το πάθος για μάθηση τον κράτησαν ζωντανό, ως την ημέρα που σάλεψε ο νους του, από σοβαρή ψυχική ασθένεια. Στις λίγες αναλαμπές λογικής που έχει συνεχίζει να γράφει. Μένει κλεισμένος στο Δρομοκαϊτειο ψυχιατρείο της Αθήνας τέσσερα ολόκληρα χρόνια κι αφήνει την τελευταία του πνοή εκεί, σε ηλικία 47 ετών.
Το όνειρον
Εψές είδα στον ύπνο μου
ένα βαθύ ποτάμι
Θεός να μην το κάμη
να γίνη αληθινό!
Στην όχθη του στεκόντανε
γνωστό μου παλικάρι,
χλωμό σαν το φεγγάρι,
σαν νύχτα σιγανό.
Αγέρας το παράσπρωχνε
με δύναμη μεγάλη,
σαν νάθε’ να το βγάλη
απ’ της ζωής την μέση.
Και το νερό, π’ αχόρταγα
τα πόδια του φιλούσε,
θαρρείς το προσκαλούσε
στ’ αγκάλια του να πέση.
Δεν είν’ αγέρας, σκέφθηκα,
και σένα που σε δέρνει.
Η απελπισιά σε παίρνει
κι η απονιά του κόσμου!
Κι εχύθηκ’ απ’ τον θάνατο
τον δύστυχο ν’ αρπάξω…
Ωιμέ! Πριν ή προφθάξω
εχάθηκ’ απ’ εμπρός μου!
Στα ρέματα παράσκυψα,
να τον ευρώ γυρεύω.
Στα ρέματ’ αγναντεύω–
Το λείψανό μ’ αχνό!…
Εψές είδα στον ύπνο μου
ένα βαθύ ποτάμι
Θεός να μην το κάμη
να γίν’ αληθινό!
Το Μπαλουκλί (Τα ψάρια της Ζωοδόχου Πηγής)
Σαράντα μέρες πολεμά ο Μωχαμέτ να πάρη
την Πόλη την μεγάλη.
Σαράντα μέρες έκαμεν ο ‘γούμενος το ψάρι
στα χείλη του να βάλη.
Απ’ τες σαράντα κι ύστερα, πεθύμησε να φάγη
τηγανισμένο ψάρι.
Αν μας φυλάγ’ η Παναγιά καθώς μας’ εφυλάγει,
την Πόλη ποιος θα πάρη;
Ρίχτει τα δίχτυα στον γιαλό, τρία ψαράκια πιάνει,
Θεός να τα βλογήση!
Το λάδι βάλλει στην φωτιά μες στ’ αργυρό τηγάνι,
για να τα τηγανίση.
Τα τηγανίζ’ από την μια, και πά’ να τα γυρίση
κι από το άλλο μέρος.
Ο παραγιός του βιαστικά πετά να του μιλήση,
και τάχασεν ο γέρος!
Μην τηγανίζης, γέροντα, και μόσχισε το ψάρι
στην Πόλη την μεγάλη!
Την Πόλη την εξακουστή οι Τούρκοι έχουν πάρει,
μας κόβουν το κεφάλι!
Στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια!
Με φαίνεται σαν ψεύμα!
Μ’ αν είν’ αλήθεια το κακό, να σηκωθούν τα ψάρια
να πέσουν μες στο ρεύμα!
Ακόμ’ ο λόγος βάσταγε, τα ψάρι’ απ’ το τηγάνι,
την μια μεριά ψημένα,
πηδήξανε κι επέσανε στης λίμνης την λεκάνη,
γερά, ζωντανεμένα.
Ακόμ’ ώς τώρα πλέουνε, κόκκιν’ από το μέρος,
όπου τα είχε ψήσει.
Φυλάγουν το Βυζάντιο ν’ αναστηθή κι ο γέρος
να τ’ αποτηγανίση.
ΑναΒασι