Αρχείο για Φεβρουαρίου, 2010

Εξηνταεπτά χρόνια συμπληρώνονται φέτος από το θάνατο ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές, του Κωστή Παλαμά. Ο μεγάλος μας εθνικός ποιητής πέθανε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 1943, μεσούσης της γερμανικής κατοχής. Η κηδεία του αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα αντικατοχικά συλλαλητήρια, καθώς σύσσωμος ο πνευματικός κόσμος της χώρας αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες απλού λαού συνόδεψαν συγκλονισμένοι το σκήνωμα του Ποιητή στην τελευταία του κατοικία στο Α’ Νεκροταφείο, τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο, κάτω από τα σκυθρωπά και έκπληκτα πρόσωπα των κατακτητών.

» Ηχήστε, οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…
Βογγήστε, τύμπανα πολέμου… οι φοβερές σημαίες,
ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!»

Ο Άγγελος Σικελιανός αποχαιρέτησε τον Ποιητή καλώντας παράλληλα το Έθνος σε παλλαϊκό αγώνα κατά των Ναζί επιδρομέων, όπως και ο ίδιος ο Παλαμάς είχε κάνει τρία χρόνια νωρίτερα κλείνοντας μέσα σε δύο στίχους το δικό του μεγάλο «ΟΧΙ»:

» Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλον κανένα
Μεθύστε με το αθάνατο κρασί του Εικοσιένα».

helectra

Share

Ήταν μια νύκτα γεμάτη πλανεύτρες φωνές και μελωδίες από μυθικές Σειρήνες. Τις άκουγαν μόνο όσοι τολμούσαν να σταθούν στο φως της πανσέληνου και να τη κοιτάξουν κατάματα. Η Ιοκάστη στάθηκε στη μέση της άμμου. Ανάγειρε το κεφάλι και η ματιά της γέμισε από μαγεμένο φως. Άνοιξαν τ?αυτιά της καρδιάς της να μπουν οι μαγεμένοι ήχοι. Άρχισε να ζαλίζεται. Να μεθάει.

Εκεί που το σώμα της άρχισε να μουδιάζει, από την γλύκα του αλλόκοτου μεθυσιού, ένοιωσε δύο μάτια να τη κοιτάνε επίμονα. Η καρδιά της τρόμαξε και άρχισε να κτυπά τρελά. Κρύος ιδρώτας την περιέλουσε. Τα πόδια της βυθίστηκαν στην άμμο. Μια αόρατη δύναμη την τραβούσε, προς το μέρος της. Η ψυχή της ανατρίχιασε. Ένοιωσε παγιδευμένη στον ιστό μιας αράχνης. Μιας αράχνης που καραδοκούσε στο σκοτάδι. Την άκουσε να ακονίζει τα δόντια της και να τραβά το κολλώδες δίκτυ, με το θήραμα παγιδευμένο, προς το μέρος της…

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Ο συγγραφέας Γιάννος Λαμπής σας προσκαλεί  στη παρουσίαση του βιβλίου  «ΙΟΚΑΣΤΗ», που κυκλοφορεί από τις βιβλιοεκδόσεις Αναζητήσεις. Το έργο θα προλογίσει η διευθύντρια των Αναζητήσεων κυρία Μαρία Στυλιανού και ανάλυση θα κάνει ο συγγραφέας  Γιάννης Μελέσιος. Η παρουσίαση θα γίνει την Δευτέρα, 15 Μαρτίου 2010 και ώρα 7.00 μ.μ στην αίθουσα ‘ΗΛΕΚΤΡΟΝ’ στο ισόγειο του κτηρίου της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, στη Λευκωσία. Τηλ. 25561963, 99692639

Πηγή

helectra

Share

Ιστορία δύο αιώνων στην οθόνη του υπολογιστή σας.

Πρόσβαση στην ιστορία της Ελλάδας, με μία μόνο κίνηση στον υπολογιστή τους, από το σπίτι ή το γραφείο τους, αποκτούν όλοι οι πολίτες μέσω της νέας Ψηφιακής Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων. Η Βιβλιοθήκη της Βουλής, που περιλαμβάνει μια από τις μεγαλύτερες συλλογές έντυπου υλικού στη χώρα μας, εκσυγχρονίζεται και υιοθετεί τη σύγχρονη τεχνολογία.

Μέσα από την ηλεκτρονική διεύθυνση http://catalog.parliament.gr, οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα να κάνουν απλές και συνδυαστικές αναζητήσεις στις συλλογές εντύπων και μικροταινιών, να εντοπίσουν τη βιβλιογραφία που χρειάζονται και να ενημερωθούν για την κυκλοφορία των νέων ελληνικών τίτλων και των ξενόγλωσσων εκδόσεων που διαθέτει η Βουλή των Ελλήνων.

Στην παρούσα φάση, έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού το περιεχόμενο 3.000 τίτλων εφημερίδων και περιοδικών του 19ου και 20ου αιώνα, ενώ παρέχεται η δυνατότητα στους χρήστες να διαβάσουν σελίδες εντύπων που εκδίδονταν έως το 1940. Πρόκειται για εφημερίδες υψηλής κυκλοφορίας των μεγάλων αστικών κέντρων, αλλά και εφημερίδες τοπικές, μικρότερης εμβέλειας, που αποτυπώνουν, όμως, όψεις των κοινωνιών της Ελλάδας και της ομογένειας. Από τα αναρτημένα φύλλα, ενδεικτικά αναφέρονται: Ο Αιών, η Αθηνά, το Άστυ, η Παλιγγενεσία, η Πανδώρα (του 19ου αιώνα), και η Ακρόπολη, η Ελευθερία, το Ελεύθερο Βήμα (του 20ου αιώνα).

Στο ψηφιακό υλικό από το 1940 και μετά οι ενδιαφερόμενοι μπορούν, προς το παρόν, να έχουν πρόσβαση επισκεπτόμενοι τον χώρο της Βιβλιοθήκης της Βουλής.

Αξιοποιώντας το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα «Κοινωνία της Πληροφορίας» (έργο «Τεκμηρίωση, Αξιοποίηση και Ανάδειξη των Συλλογών της Βιβλιοθήκης της Βουλής»), η Βιβλιοθήκη έχει ψηφιοποιήσει περισσότερες από 15.000 μικροταινίες (από τις συνολικά 21.000 της συλλογής) που αντιστοιχούν σε οκτώ εκατομμύρια ψηφιακά τεκμήρια, καθώς και περισσότερα από 3.000 σπάνια χειρόγραφα και έντυπα.

Πώς έγινε η ψηφιοποίηση

Η διαδικασία ψηφιοποίησης, που πραγματοποιήθηκε σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους στις εγκαταστάσεις της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων στο παλαιό Καπνεργοστάσιο, παρουσίασε ιδιαίτερες προκλήσεις, καθώς η πλειοψηφία του προς ψηφιοποίηση υλικού ήταν σε μορφή μικροφίλμ. Χρησιμοποιήθηκαν ειδικοί σαρωτές τελευταίας τεχνολογίας προκειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα του υλικού και να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή ποιότητα του τελικού ψηφιακού προϊόντος. Εφαρμόστηκαν διαδικασίες ελέγχου ποιότητας των παραγόμενων ψηφιακών τεκμηρίων, βασισμένες σε διεθνή πρότυπα. Τα ψηφιακά τεκμήρια υδατοσημάνθηκαν με τη βοήθεια ειδικού λογισμικού, για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων του υλικού και πλέον είναι διαθέσιμα για ανάγνωση και αναπαραγωγή από οποιοδήποτε σημείο.

Η ιστορία και η δράση της Βιβλιοθήκης της Βουλής

Σχεδόν δύο αιώνες δράσης καλύπτει μέχρι σήμερα η Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων. Ιδρύθηκε το 1844, από την πρώτη Βουλή που συνήλθε αφού τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1844. Η Βιβλιοθήκη της Βουλής είναι γενική βιβλιοθήκη, ανοιχτή στο κοινό, με κύρια όμως αποστολή την υποστήριξη των βουλευτών στο κοινοβουλευτικό τους έργο. Μεταξύ των επισκεπτών της συγκαταλέγονται καθηγητές πανεπιστημίου, Έλληνες και ξένοι ερευνητές, δημοσιογράφοι και πολλοί φοιτητές πολιτικών, οικονομικών και κλασικών επιστημών οι οποίοι ενδιαφέρονται για τις πλούσιες συλλογές της που περιλαμβάνουν βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες, ιστορικά έγγραφα, χάρτες και χαρακτικά.

Οι συλλογές της Βιβλιοθήκης περιλαμβάνουν:

600.000 τόμους βιβλίων και φυλλαδίων που αποτελούν μια από τις μεγαλύτερες συλλογές έντυπου υλικού στην Ελλάδα, στην οποία κάθε χρόνο προστίθενται 4.000 ελληνικοί τίτλοι και περίπου 1.000 ξενόγλωσσοι.

12.000 τόμους σπάνιων και πολύτιμων εκδόσεων.

600 χειρόγραφα.

5.000 χάρτες.

Πλήρης σειρά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, της Εφημερίδος των Συζητήσεων της Βουλής και των Πρακτικών της Βουλής και της Γερουσίας.

100.000 τόμους εφημερίδων και περιοδικών, μια πλουσιότατη και ιδιαίτερα αναπτυγμένη συλλογή περιοδικών εντύπων από τον 19ο αιώνα, καθώς και μια συλλογή του ξενόγλωσσου Τύπου από τον 19ο αιώνα.

21.000 μικροταινίες, παραγωγή του εργαστηρίου της Βουλής.

Αρχεία: κοινοβουλευτικά, ιστορικά, πολιτικών προσωπικοτήτων.

2.500 CD ROM.

1.000 περίπου έργα τέχνης και πολλά άλλα.

Πηγή: ΑΠΕ

helectra

Share

Εκεί που ζωντανεύει η ιστορία του Παύλου Μελά

Η ιστορία του Παύλου Μελά «ζωντανεύει» μέσα από τις αφηγήσεις του Γιώργου Κάκαλου, φύλακα του μουσείου που δημιουργήθηκε στο σπίτι όπου ο Μακεδονομάχος άφησε την τελευταία του πνοή, στο χωριό Μελάς του Δήμου Κορεστίων Καστοριάς.

«Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στη Μασσαλία της Γαλλίας. Ήταν το πρώτο από πέντε αδέλφια. Ήρθε στην Αθήνα, όπου παντρεύτηκε την κόρη του Στέφανου Δραγούμη, Ναταλία Δραγούμη και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Μιχάλη και τη Ζωή. Με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, που προέρχεται από τα υποκοριστικά ονόματα των παιδιών του, ο Παύλος Μελάς ανέβηκε στη Μακεδονία για να συμμετέχει στον Μακεδονικό Αγώνα…».

Με τα λόγια αυτά και με έντονη συγκίνηση, κάθε φορά που τα επαναλαμβάνει, ξεκινά να αφηγείται την ιστορία του μακεδονομάχου ο 65χρονος σήμερα Γιώργος Κάκαλος, φύλακας του μουσείου Παύλου Μελά. Εκείνου του μουσείου που έχει δημιουργηθεί στο σπίτι, όπου ο Μελάς άφησε την τελευταία του πνοή, στο Δήμο Κορεστίων του νομού Καστοριάς.

«Το σπίτι αυτό ήταν του παππού μου, που ονομαζόταν Χατζής Ιωάννης Καντζάκης και ήταν παπάς και δάσκαλος. Εκεί, ο Παύλος Μελάς έφαγε τη φασολάδα που τού πρόσφερε η γιαγιά μου. Είχε φτάσει στο χωριό για να οργανώσει την τοπική άμυνα απέναντι στους Βούλγαρους κομιτατζήδες και τους Τούρκους», λέει ο κ. Κάκαλος. Ο ίδιος, χωρίς σταματημό, συνεχίζει την αφήγηση. Μιλά για την άφιξη του Μελά στο χωριό Στάτιστα, που σήμερα φέρει το όνομά του.

«Κάποιος από τους κατοίκους διέδωσε το μυστικό. Στις 13 Οκτωβρίου του 1904, ο Βούλγαρος κομιτατζής Μητρόβλαχος, ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής, ενημέρωσε τον Τούρκο διοικητή για την άφιξη του Μελά και των παλικαριών του. Εκατόν είκοσι Τούρκοι στρατιώτες έφτασαν στο χωριό. Ο Μελάς ειδοποιήθηκε. Θα μπορούσε να φύγει, όμως έδωσε σε όλους τους κατοίκους την εντολή να μην βγουν από τα σπίτια τους για να μην δώσουν στόχο. Πράγματι, έτσι έγινε. Όμως, τη στιγμή που έρχονταν οι Τούρκοι, οι γιαγιάδες έβγαζαν το ψωμί από τους φούρνους. Βλέποντάς τους μπήκαν γρήγορα στα σπίτια. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να μπουν στο διπλανό από το σπίτι όπου βρισκόταν ο Παύλος Μελάς. Έσπασαν την πόρτα, όμως ο Βολάνης τράβηξε πιστόλι και σκότωσε τον τούρκο στρατιώτη. Οι σάλπιγγες άρχισαν να χτυπούν και ξέσπασαν πυροβολισμοί. Ο Μελάς προσπάθησε να βγει από το διπλανό σπίτι για να βοηθήσει απ έξω, αλλά οι άσπρες κάλτσες που φορούσε έδωσαν στόχο και οι σφαίρες τον βρήκαν στην κοιλιά. Το τραύμα ήταν θανατηφόρο», λέει ο κ. Κάκαλος.


«Η γιαγιά μου- συνεχίζει- εκείνο το βράδυ έφυγε από το σπίτι και κοιμήθηκε στη διπλανή γειτονιά. Όταν ήρθε το επόμενο πρωί, δεν βρήκε τίποτε στο σπίτι. Το είχαν ρημάξει οι Τούρκοι. Μπαίνοντας, όμως, στο στάβλο αντίκρισε, κάτω από τα άχυρα, τον Παύλο Μελά νεκρό. Οι Τούρκοι δεν τον είχαν βρει. Τον αναγνώρισε και μαζί με άλλες γυναίκες, πήραν το άψυχο σώμα του και το έθαψαν 400 μέτρα πιο ψηλά από το χωριό».

Ο Γιώργος Κάκαλος θυμάται σαν χθες την ημέρα που η γιαγιά του, κλαίγοντας, τού αφηγήθηκε την ιστορία: «Μου είπε, με δάκρυα στα μάτια, τα τελευταία του λόγια προς το πρωτοπαλίκαρό του, Νικόλαο Πίρζα: ‘Νίκο, πάρε το τουφέκι και δώστο στο γιο μου, το σταυρό στη γυναίκα μου και πες τους ότι έκανα το καθήκον μου’. Από τα χείλη της την άκουσα την ιστορία και έχω τάξει στον εαυτό μου να τη λέω σε όλους. Αυτό έκανα μέχρι τώρα και αυτό θα συνεχίσω να κάνω».

Το σπίτι, όπου ο Παύλος Μελάς άφησε την τελευταία του πνοή, εξαγοράστηκε το 1970 από τη Νομαρχία Καστοριάς και μετατράπηκε σε μουσείο υπό την ευθύνη του Δήμου Κορεστίων. Εκεί, μπορεί να δει κάποιος αντικείμενα της εποχής, όπλα, σπαθιά, στολές Μακεδονομάχων, βιβλία και φωτογραφίες των παλικαριών, που έδρασαν στην περιοχή μεταξύ της Καστοριάς και της Φλώρινας. Πρόσφατα, έγινε μια ριζική προσπάθεια αναστήλωσης και ανακαίνισης του σπιτιού και του περιβάλλοντος χώρου με τη μέριμνα της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και τη συμβολή του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Κάθε χρόνο, το επισκέπτονται εκατοντάδες άνθρωποι από την Ελλάδα, την Κύπρο αλλά και το εξωτερικό.

Κείμενο: Γιούλτση Π.

Πηγή: ΑΠΕ

helectra

Share

Η φράση «βαριέμαι του θανατά» τελικά δεν έχει μόνο μεταφορική σημασία. Για μερικούς ανθρώπους έχει κυριολεκτικό νόημα, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα, που διαπίστωσε ότι όσοι βαριούνται τη ζωή τους, είναι πιθανότερο να πεθάνουν πιο νέοι. Η έρευνα έγινε από επιστήμονες του Τμήματος Επιδημιολογίας και Δημόσιας Υγείας του University College του Λονδίνου (UCL), υπό τον Μάρτιν Σίπλεϊ.

Σύμφωνα με τη μελέτη, όσοι παραπονούνται για «υψηλό επίπεδο» βαρεμάρας στην προσωπική ζωή τους, αντιμετωπίζουν διπλάσιο κίνδυνο να πεθάνουν από την καρδιά τους ή από εγκεφαλικό, σε σχέση με όσους απολαμβάνουν την ζωή τους. Η έρευνα κάλυψε πάνω από 7.500 δημοσίους υπαλλήλους ηλικίας 35 – 55 ετών για μια μεγάλη χρονική περίοδο 25 ετών. Όσοι δήλωσαν ότι βαριούνταν, ήταν πιθανότερο σε ποσοστό 40% να έχουν πεθάνει έως το τέλος της μελέτης.

Οι…βαρεμένοι είναι πιο πιθανό να αποκτούν ανθυγιεινές συνήθειες, όπως κατανάλωση αλκοόλ και κάπνισμα, που κόβουν χρόνια ζωής. Η έρευνα διαπίστωσε ότι περίπου ένα στα δέκα άτομα βαριέται πολύ, ενώ το ποσοστό των γυναικών που βαριούνταν, ήταν υπερδιπλάσιο από αυτό των ανδρών. Οι νεότερης ηλικίας και όσοι έκαναν πιο «ταπεινές» δουλειές, ήσαν επίσης πιο επιρρεπείς στη βαρεμάρα.

«Τα ευρήματα δείχνουν ότι υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στη βαρεμάρα και στην καρδιοπάθεια», ανέφερε ο Σίπλεϊ, ο οποίος τόνισε πως «είναι σημαντικό όσοι κάνουν άχαρες δουλειές, να βρίσκουν άλλα ενδιαφέροντα, ώστε να αποφεύγουν τη βαρεμάρα, παρά να το ρίχνουν στο ποτό και στο κάπνισμα». Ο ψυχολόγος Γκράχαμ Πράις συμβούλευσε όσους βαριούνται, να φτιάξουν τη διάθεσή τους σκεπτόμενοι περισσότερο για τις ανάγκες των άλλων. «Αντί να σκέφτονται συνέχεια ‘εγώ, εγώ, εγώ…’, θα έπρεπε να σκέφτονται ‘τι μπορώ να κάνω για την οικογένειά μου, τους φίλους μου, τους συναδέλφους μου, ακόμα και για το αφεντικό μου».

Πηγή: ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ

helectra

Share

*** Ένας παλιός σφραγιλόθος των Γνωστικών. Ένας εσταυρωμένος κάτω από το φεγγάρι και την νύχτα. Από κάτω η επιγραφή: ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC.

*** Αυτό είναι ένα αντίδωρο – μα κάθε αντίδωρο προϋποθέτει το δώρο. Λάμπει η νύχτα – για να δούμε.

*** Λένε πως ο Απόλλωνας ήταν κάποιος που δεν βάκχιζε. Και ακόμη πως ο Διόνυσος ήτανε κάποιος που δεν νοούσε. Κι άμα κάπου συναντηθούν ο έξαλλος Διόνυσος και ο τρομερός Απόλλωνας έχουμε την τραγωδία.

*** Κάπως έτσι.

*** Κάμποσες φορές μέσα στον χρόνο των ανθρώπων που συναντήθηκαν ετούτοι οι δυο.

*** (Λένε πως συναντήθηκαν και ένα βράδυ στο Όρος των Ελαιών).

*** (Κι ο σκοτεινός φιλόσοφος της Εφέσου το είχε εξαγγείλει: Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο).

*** Κι ακόμη, πολλοί κι αυτοί που θέλησαν να γυρέψουν τον τρόπο ετούτης της συνάντησης. Φυσικά, οι περισσότεροι τον φαντασιώθηκαν ως ρομαντική ονειροπόληση, ως θεωρία, ως πνευματικό ορίζοντα.

*** Λίγοι, ελάχιστοι το προχωρήσανε παραπέρα.

***
Ο Φρειδερίκος Νίτσε, ας πούμε, έκανε την αναζήτηση του τραγικό σπασμό και αυτοδιαμελισμό – και σφράγισε τον αιώνα που έρχονταν.

*** Στον αντίποδά του Νίτσε, ο Άγγελος Σικελιανός γύρεψε την τραγική γαλήνη, την τραγική ενότητα του κόσμου.

*** Ο Νίτσε λογάριαζε ετούτη τη συνάντηση ως όρο εξανθρωπισμού του ανθρώπου. Λαχτάρισε τόσο την τραγωδία που στο τέλος την έζησε ο ίδιος – ίσως περισσότερο από κάθε άλλον.

***
Ο Σικελιανός πίστεψε πως στη συνάντηση αυτή φωλιάζει η πρώτη σπίθα του Θεού. Και θέλησε τούτη τη σπίθα να την δώσει στους ανθρώπους.

***Απέτυχε – όμως απέτυχε όπως έπρεπε.

*** Για τούτη την αποτυχία και για τούτον τον Σικελιανό μιλάω – όσο και όπως μπορώ.

*** ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC – ποιος είναι ποιος;

*** Πρώτα από όλα: 18 Μαρτίου του 1884 – 19 Ιουνίου του 1951.

*** Δηλαδή: γεννήθηκε και πέθανε – παρ’ όλο που κάμποσες φορές στη ζωή του αμφέβαλε και για τα δυο.

*** Μια αστραπή.

*** Ένας θεατρίνος, ένας μάρτυρας, ένας νάρκισσος, ένας προφήτης, ένας εγωπαθής, ένας ιεροφάντης, ένας τσαρλατάνος, ένας δρυίδης, ένας προικοθήρας, ένας ένθεος επαναστάτης, ένας ψεύτης, ένας φιλόσοφος, ένας αποτυχημένος, ο μεγαλύτερος ποιητής τον αιώνων.

*** Μπορεί κανείς να αφεθεί σε μιαν ατέλειωτη σειρά στίχων που παλεύουν να περικλείσουν τον κόσμο. Ή πάλι σε έναν καταρράχτη στιγμών μανίας και θεριεμένων ονείρων.

*** Στην αρχή του ήτανε ένας στίχος του Σολωμού – ένας στίχος διόλου ρητορικός.

*** Αλαφροίσκιωτε, καλέ, για πες μου απόψε τι ’δες;


*** Κι αφού πέτρασε την αδιανόητη θάλασσα του κόσμου, ο Άγγελος Σικελιανός κατέληξε στο ζευγάρωμα του αρχικού στίχου.

*** Νύχτα γιομάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια.

*** ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC σου λέω.

*** Ηχήστε σάλπιγγες: Ο Άγγελος Σικελιανός ήτανε ο τελευταίος αρχαίος έλληνας και Πίνδαρος και Ηράκλειτος και Αισχύλος – έτσι του ταίριαζε. Ήτανε ο πρώτος Απολλώνιος Χριστιανός – πιθανώς ο δεύτερος μετά τον Άρειο, πιθανώς ο τρίτος μετά τον Πλήθωνα. Ήτανε μανιασμένος βασιλιάς και γαλήνιος προφήτης και σκοτεινός φιλόσοφος- έτσι του ταίριαζε. Ήτανε Ορφέας, Σίβυλλα, Σφίγγα, Θησέας, Βαφτιστής, Ναζωραίος, Παναγία και Μαγδαληνή. Όλα αυτά μαζί κι άλλα χίλια – έτσι του ταίριαζε.

*** Ήτανε κάποιος που μπορούσε να αντέχει την συντριβή του – ακριβώς γιατί δεν την καταλάβαινε.

*** Να γιατί ήταν ο αντίποδας του μανιασμένου τραγικού φιλοσόφου: Θαρρώ πως ο Νίτσε ήταν ο Πενθέας του καιρού του. Ο Σικελιανός ήταν -ή θάρρεψε- πως ήταν ο Προμηθέας.

*** Φυσικά πυρφόρος και μόνο πυρφόρος – στο νου δεν χωρούσε μήτε δεσμώτης, μήτε λυόμενος, μήτε τίποτε άλλο.

*** Έτσι θάρρευε τον κόσμο.

*** Κι αυτό το «θάρρευε» είναι που με κεντρίζει με τον Σικελιανό.

*** Όχι το αποτέλεσμα – το ό,τι θάρρευε.

*** Ναι εξηγηθώ: Για μένα ο Σικελιανός δεν είναι αυτά που έγραψε – αυτά που μένουν. Για μένα ο Σικελιανός είναι αυτά που ζήτησε – αυτά που λαχτάρισε, αυτά που πεθύμησε.

*** Δηλαδή αυτά που φεύγουν και χάνονται για πάντα.

*** Θα προσπαθήσω να γίνω κατανοητότερος παρακάτω.

*** Το ξημέρωμα της 18ης Μαρτίου του 1884 οι μαμές που είχαν παρασταθεί στην γένα του έβδομου παιδιού της Χαρίκλειας Σικελιανού, το γένος Στεφανίτση, συζύγου του καθηγητή ξένων γλωσσών του Γυμνασίου της Λευκάδας, Ιωάννη Σικελιανού, είχαν να διηγηθούν πως το παιδί γεννήθηκε με μαγνάδι στο πρόσωπο (με εκείνο το κομμάτι του αμνιακού σάκου που ονομάζουμε προσωπίδα) και για αυτό στη ζωή του θα ήσαν ευλογημένο από την τύχη. Το αγόρι εκείνο μεγαλώνοντας έμαθε, βέβαια, την ιστορία και του καλοφάνηκε ιδιαίτερα – από τότε που θυμόταν τον εαυτό του ένιωθε πως είχε στη ζωή του μέγα προορισμό κι όλα τα σημάδια συνηγορούσαν για κάτι τέτοιο.

*** Το αγόρι με το μαγνάδι ήταν ο Άγγελος Σικελιανός – κι έταξε τον εαυτό του για εραστή της μάνας γης και νύμφιο του πατέρα ουρανού.

*** Υπάρχει μια ιστορία για τον Σικελιανό που -αν είναι αληθινή- τα λέει σχεδόν όλα για εκείνον τον μανιασμένο Απόλλωνα. Την καταγράφει (αν την καταγράφει) ο Καζαντζάκης στην Αναφορά του στον παππούλη κρητικό του Τολέδο.

*** Κάποτε, στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, λίγο πριν από το ταξίδι τους στο όρος ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης έμεναν στο ίδιο σπίτι. Η γυναίκα του Άγγελου Εύα Πάλμερ – Σικελιανού του στέλνει ένα γεμάτο φέρετρο. «Βουδάκι μου, ο γείτονάς μας ο ράφτης πέθανε και σου τον στέλνω να τον αναστήσεις.»

*** Ο Καζαντζάκης έστησε μάτι κι αυτί: τώρα θα φανεί αν είναι ένας θεατρίνος ή πραγματικά πιστεύει. Άραγε θα τολμήσει την συντριβή του ή θα κάνει πίσω;

*** «Όλη τη νύχτα άκουγα σιγανά μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει. Όλη τη νύχτα’ κι ευθύς ύστερα βήματα βαριά απάνω κάτω, πολλή ώρα, και πάλι μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει.»

*** Το πρωί ο Καζαντζάκης αντίκρισε έναν Σικελιανό αμίλητο και κάτωχρο – σαν φάντασμα. Είχε παλέψει να αναστήσει τον νεκρό σαν τον προφήτη Ελισσαίο, ξαπλώνοντας γυμνός απάνω του και φυσώντας του πνοή στο σώμα. Του κάκου.

*** Ο Καζαντζάκης τον πήρε με το ζόρι για βόλτα στην ακροθαλασσιά για να τον ηρεμήσε. Κάποτε ο Σικελιανός μίλησε: «Ντρέπουμαι. Η ψυχή, λοιπόν, δεν είναι παντοδύναμη».

*** (Εδώ που τα λέμε, ακόμη κι αν η ιστορία είναι μια κατασκευή του Καζαντζάκη, είναι, το δίχως άλλο, μια καλή ιστορία.)

*** Μια άλλη ιστορία με το Σικελιανό στο κέντρο της, είναι ήδη μέρος της νεοελληνικής μυθολογίας – ένα από τα αστραφτερότερα διαμάντια της. Στις 28 του Φλεβάρη του 1943, ημέρα Κυριακή, οι σκλαβωμένοι και ρημαγμένοι από την πείνα Έλληνες κήδεψαν τον Κωστή Παλαμά στο Πρώτο Νεκροταφείο της Αθήνας. Ο Σικελιανός, ίδιος με αρχαίο Θεό, έχει γράψει ποίημα για να το διαβάσει πάνω από τον ανοιχτό τάφο. Ηχήστε σάλπιγγες. Καμπάνες βροντερές δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα.

*** Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη στιγμή: Όσοι βρέθηκαν κοντά του εκείνη τη στιγμή -και δεν ήσαν λίγοι- είδανε έναν άνθρωπο πέρα από τον εαυτό του, να στηρίζει την Ελλάδα, ή ό,τι λογάριαζε εκείνος για Ελλάδα, σε ένα φέρετρο. Ήτανε τόσο μανιασμένος, τόσο έμπυρος που το κατάφερε.

*** (Και μετά όταν τραγουδούσανε τον Ύμνο του Σολωμού, όσοι ανταμώθηκαν με το βλέμμα του ένιωσαν κάτι από εκείνο το πύρωμα – ο Ελύτης ήταν ένας από αυτούς.)

*** Όλοι όσοι πέρασαν από κοντά του κράτησαν ένα κομματάκι από τούτο το πύρωμα. Ο Σεφέρης θυμόταν μια επίσκεψή του στο νοσοκομείο, μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, κάπου στα 1950: «Είδα το μαύρο, ήταν απόλυτα ωραίο» του είπε ο Σικελιανός.

*** Ήταν μανιασμένος για Θεό – για κάθε λογής Θεό. Κάποτε είπε -και πάλι του Καζαντζάκη-: Αισθάνομαι πως έχω τόσο πολύ Θεό μέσα μου, που αν αγγίξεις το χέρι μου αισθάνομαι πως θα πετάξει σπίθες. Ο Καζαντζάκης απέφυγε – για να το μετανιώσει αργότερα.

*** Ο Ελύτης καταγράφει το καιριότερο: Ένα μεσημέρι του καλοκαιριού του 1946 πήγε στο ψηλοτάβανο σπίτι του Σικελιανού για να του αφήσει βιβλία σχετικά με τον Υπερρεαλισμό. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, η Άννα Σικελιανού έλειπε: «…Τότε αντίκρισα μιαν εικόνα που θα μου μείνει αξέχαστη: ο Σικελιανός, όρθιος, ξιπόλητος, με ένα μακρύ νυχτικό που έπεφτε σαν αρχαία χλαμύδα επάνω του, έτρωγε ένα τσαμπί σταφύλι! Κάθε τόσο το ύψωνε από το ανιχτό παράθυο και το καμάρωνε στο φως. Να τος. Αυτός ήταν. (…) Αυτός που τον έλεγαν θεατρίνο, και που τον είχα τσακώσει σε μια στιγμή που κανένας θεατής δεν υπήρχε, κι όμως ίδιον, ολόιδιον, όπως τον ξέραμε από τα ποιήματά του, φυσικά μεγαλόπρεπο και αυτάρκη μέσα στη θεϊκή του απλότητα.»

*** (Ίσως αυτή η εικόνα να εξηγεί το γιατί ο Ελύτης ήταν αυτός που τρεις και τέσσερις δεκαετίες αργότερα ήταν ο μόνος που είδε τον ελληνικό κόσμο του Σικελιανού ως μυθιστορηματική διαφάνεια.)

*** Υπάρχουν πολλές ακόμη ιστορίες για τον Σικελιανό – αναρρίθμητες. Οι χυδαιότερες αφορούν τον τρόπο που διάφορα φασιστάκια τον απέκλεισαν από την Ακαδημία Αθηνών, ή τον τρόπο που τα ίδια φασιστάκια της Ακαδημίας Αθηνών, με αρχηγό τον Σπύρο Μελά, πάλεψαν να μην δοθεί τον Νόμπελ της Λογοτεχνίας σε έναν «ύποπτο αναρχοκομμουνιστή».

*** Οι πιο περιπλεγμένες έχουν να κάνουν την σχέση του με τις γυναίκες – τους γάμους του, τις ερωμένες του, τους θρύλους που κύκλωσαν την σεξουαλικότητά του.

*** (Είπαμε: ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC – αυτό.)

*** Η Εύα Πάλμερ: Μια ζάπλουτη αμερικανίδα, πανέμορφη σαν Καρυάτιδα, ηθοποιός, χορεύτρια, καθηγήτρια κεντητικής, ελληνιστρια, οπαδός μια παγανιστικής βιοθεωρίας που ζήταγε επιστροφή στις φυσικές αξίες, δέκα χρόνια μεγαλύτερη από τον Σικελιανό, συναντήθηκε μαζί του το 1906, και μπήκε μέσα στον τυφώνα εκείνου του εικοσιτριάχρονου Αλαφροίσκιωτου. Παντρεύτηκαν την επόμενη χρονιά – και μετά δυο χρόνια γεννήθηκε ο γιος τους που τον είπανε Γλαύκο.

*** Ήταν ένας έρωτας αντάξιός τους, εμποτισμένος από τις λιμπερτινικές αρχές της Εύας και τις μυστικές ορμές του Αγγέλου. Ζήσαν το πάθος τους και τα πάθη τους μαζί και χώρια, όπως σε ταινία του σινεμά, αψηφώντας τον κόσμο και τις συμβάσεις των αστών του καιρού τους. Δικό τους παιδί ήσαν οι Δελφικές Γιορτές – μια μεγάλη ουτοπία ελευθερίας.

*** Ήταν ένα μεγάλο όνειρο που τους πήρε μέσα του για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Η ανασύσταση του κοσμου με κέντρο τους Δελφούς, η δημιουργία ενός ομφάλιου λώτρου που θα συνδέσει τον αρχαίο κόσμο και τον νεώτερο, που θα ενώσει το Πνεύμα και την Πράξη, τον άνθρωπο και τον Θεό. Ο Άγγελος έταξε σε τούτη την ιδέα την πένα του, η Εύα όλη της την ψυχή και την περιουσία της. Οι Δελφικές Γιορτές που γίνανε το 1927 στους Δελφούς με την παράσταση το Προμηθέα Δεσμώτη και επαναλήφθηκαν το 1930 με τις Ικέτιδες ουσιαστικά σήμαναν την οικονομική καταστροφή της Εύας, ο οποία σκηνοθετούσε, έκανε την χορογραφία, έφτιαξε τους αργαλειούς με τους οποίους ύφανε τα ρούχα των ηθοποιών. Ο Σικελιανός, γράφοντας μα σειρά δοκιμίων και ενεργοποιώντας το κύρος του, πέτυχε να θεσμοθετηθούν οι Δελφικές Γιορτές από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, ωστόσο η Εύα ήταν που ταξίδεψε στην Αμερική ψάχνoντας για χρηματοδότηση.

*** Η τύχη δεν την ευνόησε: Η υιοθέτηση των Γιορτών από το Ίδρυμα Ροκφέλερ ναυάγησε για μια ασήμαντη αφορμή. Το 1933 η Εύα ξαναταξίδεψε στην Αμερική για να βρει εκ νέου χρηματοδότες. Μα κάπου μέσα της ήξερε πως θα δεν θα ξαναέσμιγε με τον Άγγελο. Νωρίτερα το 1939 έδωσε την ευχή της στο Άγγελο να παντρευτή την Άννα Καραμάνη, άλλοτε σύζυγο του διάσημου πνευμονολόγου Γεώργιου Καραμάνη, και με μέχρι το τέλος της ζωής της συνέχισε να προπαγανδίζει τις Δελφικές Γιορτές, την υποψηφιότητα του Σικελιανού για το Νόμπελ, την οικονομική βοήθεια στην μετακαχοχική Ελλάδα. Επέστρεψε μολις το 1952, μόλις ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Αγγέλου, για να πεθάνει κάτω από τον ελληνικό ήλιο.

*** Φυσικά θάφτηκε στους Δελφούς, σε διπλανό τάφο με εκείνον.

*** (Έτσι έπρεπε.)

*** Τα χρόνια που πέρασε με την Άννα ήταν για τον Σικελιανό ο καιρός που έκανε την τελική του σούμα του στοχασμού: Δελφοί, Ελευσίνα, Ιερουσαλήμ, Ρώμη, Κνωσός, Πελοπόνησος του Πλήθωνα, Επίδαυρος του Ασκληπιού. Κι ακόμη, ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα, προτάσεις για την καθιέρωση της ελληνικής ως παγκόσμιας γλώσσας, δόντια νεκρών σκύλων που λάμπουν, τουδικαίου αστραπή και ελπίδα.

*** Ωσπου στις 19 Ιουνίου του 1951, στην Κλινική «Παμμακάριστος» ης Αθήνας, το αγόρι με το μαγνάδι έγινε ένα από τα μάγια της νύχτας του.

*** Πρέπει να το πω: Οι ξένες εγκυκλοπαίδειες τον βγάζουν έναν από τους μεγαλύτερους στον κοσμο λυρικούς ποιητές του αιώνα του, έχασε το Νόμελ μόνο από τις αντιδράσεις, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στα 1998 τον λογαριάζει για τον μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή του εικοστού αιώνα (δηλαδή: μεγαλύτερο κι από τον Καβάφη), εγώ ωστόσο, πέρα από το Άγραφον, δεν μπορώ να διαβάσω άλλο ποίημα του Σικελιανού.

*** Μήτε καν ποιήματα που, δίχως την παραμικρή επιφύλαξη, αναγνωρίζω ως μεγαλειώδη: τον Αλαφροϊσκιωτο, τη Μητέρα Θεού, την Ιερά Οδό, το Θαλερό.

*** Μοιάζει παράξενο: Λγες φορές έχω αναγνωρίσει στην ποίηση τόση μεγάλη λαχτάρα ελευθερίας όσο στους έξι τόμους του Σικελιανού – και λίγες φορές με έχουν κλωτσήσει τόσο οι διαστάσεις του μεγαλείου των νοημάτων, έτσι όπως τι προσδιόρισε ο ίδιος ο δημιουργός τους.

*** Να το πω όσο πιο απλά μπορώ: διαβάζω Σικελιανό και νιώθω πως μονίμως μου αναγγέλει.

*** (Πως δεν ζει μαζί μου, πώς δεν μοιράζεται κάτι με μένα.)

*** (Πως μου λέει τον καθολικό χρησμό του και με καλεί να το πιστέψω.)

*** Ήταν ο τρόπος που ο Σικελιανός κατανοούσε την ποίηση – ως μια δημόσια μαντεία. Προφανώς λογάριαζε τον ποιητή για προφήτη – ή για Μεσσία.

*** Εξάλλου δεν είναι τυχαίο ποιους τέσσερις είδε να υποδέχονται την ψυχή του Παλαμά: Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός.

*** Μα ο Ορφέας είχε κομματιαστεί από τις σκληρές γυναίκες της Θράκης. Ο Ηρακλειτος ήταν ένα σάρμα αποσπασμάτων. Ο Αισχύλος ήταν ο σπασμός του κακού που ριζώνει στην τραγική φύση του ανθρώπου.

*** Ο Σολωμός ητανε κάποιος που αντί να ενώσει τον κόσμο, αιματοτσάκισε τον εαυτό του.

*** Ο Σικελιανός θέλησε να σταθεί πλάι σε αυτούς αναγγέλοντας πως, πρώτος αυτός, πέτυχε το κατορθωμένο σώμα.

*** Δεν το πέτυχε – κι ευτυχώς. Αν κάτι τέτοιο γινόταν, η ποίηση θα απέμενε νεκρή.

*** Και για μένα το σώμα του Σικελιανού δεν είναι οι στίχοι – αυτοί που πίστευε πως ήταν όμοιοι με του Αισχύλου.

*** Το σώμα του Σικελιανού είναι η στάχτη που την πήρε ο αέρας.

*** Αυτή η στάχτη, αυτός ο άνεμος – να τι με νοιάζει.

*** Ο Σεφέρης, στον ευχαριστήριο λόγο του προς τη Σουηδική Ακαδημία, έκανε φυσικά λόγο και για τον Σικελιανό: νιώθοντας αμήχανα να μιλήσει για τα ποιήματα αυτά καθ’ αυτά, πηγαίνει τα λόγια του στο σμίξιμο του Διόνυσου με του τον Χριστό: «Στην Ελλάδα, ξέρετε, ο Διόνυσος είναι κι αυτός ένας Εσταυρωμένος».

*** Ο Σεφέρης ήξερε τι έλεγε. Αυτό σμίξιμο Διόνυσου και Χριστού ήταν πατέντα του Σικελιανού – κι ήτανε μια πατέντα κόντρα στην ιστορία και κόντρα στην λογική.

*** Είναι γνωστό το πόσο η θρησκεία του Χριστού, σαν έγινε εξουσία, πολέμησε την ελληνική αρχαιότητα. Είναι γνωστό το πώς κομματιάστηκε η Υπατία, το πώς εσφαγιάζονταν οι εθνικοί για κοντά έναν ολόκληρο αιώνα, το πώς καταστράφηκαν αγάλματα και κάηκαν βιβλία – για πολλούς, τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της ιστορίας. Κι ακόμη είναι γνωστό το πώς ονομάστκε ο Ιουλιανός και το γιατί κάηκαν τα βιβλία του Πλήθωνα.

***
Ο Νίτσε ήταν που στην τελευταία φράση του Ecce Homo, το γράφει καθαρά: «Ο Διόνυσος εναντίων του Εσταυρωμένου».


*** Ο Σικελιανός θέλησε να σμίξει το Διόνυσο με τον Εσταυρωμένο – με τον ίδιο τρόπο που θέλησε να σμίξει οτιδήποτε ένιωθε πως έκρυβε μέσα του θεϊκή σπίθα.

*** Την Παναγία, την Αγαύη, τη Μαγδαληνή, την Περσεφόνη, την Πυθία, τον Ασκληπιό, το θυσιασμένο Ρόδο, τη Δήμητρα, τον Ορφέα με τις γυναίκες του, τον Διόνυσο με τις γυναίκες του, τον Χριστό με τις γυναίκες του, την αρκούδα του τσιγγάνου, το δόντι του νεκρού σκύλου.

***
Όλα αυτά.

*** Ναι, ήταν μια δικιά του πατέντα, ανιστόρητη και καταδικασμένη – μα για μένα τούτη η πατέντα (αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «γήινο μύθο») είναι το μεγάλο αντίδωρο του Σικελιανού – για όλους μας.

*** (Μα ποιο είναι το δώρο, λοιπόν;)

*** Ο ίδιος το θέλησε ποίηση και θρησκεία. Μα κάποιος μπορεί να πει πως η ποίηση δεν γίνεται με εξαγγελίες και η θρησκεία δεν γίνεται με λυρικά συνθέματα και μυθολογικά κορφολογήματα ραμμένα με αστικό νήμα. Σε αυτό έσφαλαν πολλοί – σε αυτό έσφαλε και ο Σικελιανός.

*** Εξάλλου η ποίηση είναι στον αντίποδα της θρησκείας
.

*** Η ποίηση ταράζει και ερεθίζει. Η θρησκεία εκτονώνει και γαληνεύει.

*** Και η θρησκεία είναι ένα εκστατικό φαινόμενο απελπισμένων – πάντοτε ως τέτοιο γεννιέται και στη συνέχεια χειραγωγείται από την φιλοσοφία και την εξουσία.

*** (Για να θυμηθώ τον Γκάτσο: γίνεται πεπρωμένο.)

*** Ο αγώνας του Σικελιανού να φτιάξει μια νέα θρησκεία φτιάχνοντας μια νέα μυθολογική ταξη, έναν νέο ενοποιημένο πανανθρώπινο κόσμο, μια νέα αρχαία Ελλάδα ανταμωμένη με τον Ναζωραίο και την Παναγιά, ήταν μια αστική κατασκευή, καμωμένη από κείμενα.

*** Κι έτσι γέμισε δυο ή τρεις χιλιάδες σελίδες με μια φαντασμαγορία.

*** Αυτή θαρρώ είναι η τραγωδία του Σικελιανού: που γύρευε να ανεβάσει τον Ορφέα στον σταυρό του Χριστού, όχι ως κοινωνία αλλά ως ποιητική αλήθεια.

*** Που γύρευε να γράψει τραγωδίες όχι ως ποίηση αλλά ως κοινωνία.

***
Έτσι το αντίδωρό του μένει στα χέρια μας δίχως κατεύθυνση.

*** (Αυτή η στάχτη, αυτός ο άνεμος).

*** Για αυτό με ερεθίζει ο Σικελιανός: ήσαν τόσο τραγικός που δόθηκε στην τραγωδία του δίχως να την καταλάβει.

*** Κι ακόμη με ερεθίζει που αρνήθηκε τον φόβο του Θεού.


*** (Δηλαδή αυτό για το οποίο τον ψέγει ο Λορεντζάτος).

*** Κι ακόμη με βουρλαίνει που πήγε να αναστήσει πεθαμένους πιστεύοντας πως είναι ο ίδιος ένα κομμάτι του κατορθωμένου θαύματος.

*** Κανένας ποιητής του αιώνα του (μήτε ο Πάουντ, μήτε ο Έλιοτ, μήτε -φυσικά- ο Καβάφης, μήτε καν ο Ελύτης) δεν στόχευσαν σε ένα τέτοιο θάμπος.


*** Κανένας προφήτης ή φιλόσοφος του αιώνα του δεν θέλησε τόσην διαφάνεια.

*** Κι όμως εκείνος τα ζήτησε – είτε από εγωπάθεια, είτε από αγνότητα, είτε κι από τα δύο.


*** Μα, ποιο είναι, λοιπόν, και ποιο είναι το αντίδωρο και ποιο είναι το ακριβό δώρο;

*** Το πιο πιθανό: να παραχωθεί σε σεντούκια και χρονοντούλαπα μυρμυγκοφάγων – ή ακόμη να μείνει ως καρτποσταλικό παράδειγμα μιας αθώας μεγαλοστομίας άλλων καιρών.

*** Το πιο πιθανό: να κυλήσει ο χρόνος μας με μικρά καλοκαίρια και μεγάλους χειμώνες, μέρες γεμάτες με Ερινύες και ερημία, φαρμακωμένα βέλη και φαρμακερή λογική.

*** Το πιο πιθανό: να χάσουμε – ωστόσο.

*** Ωστόσο η νύχτα που ’ναι σπαρμένη με μάγια είναι δική μας υπόθεση – κι είναι δικό μας ρίσκο, κίνδυνος, απελπισία.

*** Γιατί στην άκρη της απελπισίας φυτρώνουν τα άγρια λουλούδια.

*** Τα λουλούδια που θαμπώνουν ακόμη και τυφλούς με τη μυρωδιά τους.

*** Ω ναι.

*** Λένε πως ένα ωραίο παραμύθι για τους Δελφούς – που πιθανώς και να μην είναι τόσο παραμύθι. Λένε πως όποιος ζήταγε χρησμό περνούσε από μα πύλη που έγραφε Γνώθι σαυτόν.

*** (Ως εδώ καλά).

*** Στο τέλος, όταν έπαιρνε τον χρησμό της Πυθίας, σαν έφευγε τον εβαζαν να περάσει κάτω από μια άλλη πύλη που τον ξεπροβόδιζε με μια μονάχα λέξη – μόλις μια συλαβή, δύο γράμματα.

*** Ει.

*** Που σημαίνει να είσαι.

*** Να είσαι αυτός που ψάχνει, που φεύγει, που συναντιέται με τον Θεό κι όμως συνεχίζει ελεύθερος.

*** Να είσαι αυτός που βαδίζει για τον θάνατό του.

*** Να είσαι ο μανιασμένος που σπέρνει με μάγια τη νύχτα.

*** Κι είναι, φευ, πάντοτε νωρίς – μα κανείς πρέπει να το αποφασίσει.

***
Ο Άγγελος Σικελιανός ίσως να απέτυχε ως ποιητής, όμως κατόρθωσε αυτό το Ει.

*** Να είσαι.

*** Να είσαι.

*** Να είσαι.

*** Κι εκείνος ο μανιασμένος Απόλλωνας ήταν και θα είναι.

*** Όχι τα ποιήματα, όχι οι στίχοι, όχι τα λόγια – μα το πύρωμα.

*** Το πύρωμα, το πύρωμα.

*** Αυτό είναι το ακριβότερο δώρο.

Θανάσης Τριαρίδης
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό MAUVE, τεύχος 4, Μάιος – Ιούνιος 2004.)

Πηγή

helectra