Η Λένη, τα ξύλα και το άδικο τέλος!

Posted: 6 Ιουνίου 2012 in ΔΙΗΓΗΜΑ
Ετικέτες: , , ,

Του Παύλου Γκαλντέμη

«Είδε τ’ς άλλες πάν’ για ξύλα,
κίνησε κι αυτή η σκύλα…»
(Δημοτικό)

 Έτσι έκανε, εδώ και πολλά χρόνια, κι η μαυρο-Λένη απ’ τη Βελτσίστα. Αποβραδίς συμφώνησε με τρεις άλλες χωριανές, να την πάρουν κι αυτή για ξύλα. Οι γονέοι της, ο Γιώργος και η Αρετή, είχαν χαθεί κι απόμεινε εκείνη, στα δεκαοχτώ της χρόνια, μονάχη να παλεύει με τη ζωή.

– Ω θεια, θα με πάρετε κι εμένα για ξύλα, φώναξε στη γειτόνισσά της Μαρούσιω.

– Αα τσιούπρα μ’, να’ρθ’ς να σε πάρουμε.

Έπεσε από νωρίς για ύπνο και στις δύο τα μεσάνυχτα, σηκώθηκε, έδεσε την τριχιά στα σκαρβέλια της γομάρας, πήρε την κασάρα, ψωμοτύρι στον τρουβά, το παγούρι με νερό και βγήκε στην οξώπορτα να καρτερέσει.

Να τη η θεια Μαρούσιω καβάλα στο γομάρι, έφτασε στην ώρα της και κίνησαν μαζί. Παρακάτω αντάμωσαν και τις άλλες δύο, την Κατέρω με την Τσαρκοβίστω και πήραν τον δρόμο για τον καλοχωρίτικο λόγγο, για καυσόξυλα. Περβάτα και περβάτα μέσα στη νύχτα, πέρασαν την Παλιουρή κι εκεί κατά το ξημέρωμα έφτακαν στο καλοχωρίτικο. Γκαπ εδώ, γκουπ εκεί άρχισαν να κόβουν πουρναρότουφες για τον φούρνο.

Οι τρεις άλλες, μαθημένες και δουλεμένες, δεν πολυάργησαν να τοιμάσουν το φόρτωμά της η καθεμιά. Αμάθητη κι αδυνατούλα η Λεν’ τ’ς Αρέτως, λιανή βεργούλα, προσπαθούσε κι αυτή να φτιάξει το φορτωματάκι της. Την είδε η θεια Μαρούσιω και την ψυχοπόνεσε.

– Στάσ’, ψ’χή μ’, να σ’δώκω ένα χέρ’, και, παπ – πουπ στα γρήγορα, της συμπλήρωσε το φόρτωμα, έξι αγκαλιές από τη μια μεριά κι έξι από την άλλη, τη βοήθησε να φορτώσει και κίνησαν για το χωριό ευχαριστημένες.

Πρώτη η Μαρούσιω, πίσω η Κατέρω, παραπίσω η Τσαρκοβίστω και στον πάτο η Λένη, τραβούσαν τον δρόμο τους, διαβαίνοντας κουτσουλάκια, ανηφοριές, στενούρες και παλιοτόπια. Πώς έκανε, πώς το’παθε, η γομάρα της Λένης τα’γειρε κάποια στιγμή και βάλθηκε η καημένη να σηκώσει και να καλοσφίξει το φόρτωμα και σαν το κατάφερε έδωσε βιτσιά στα καπούλια της γομάρας να ταχύνει, να προφτάσει τις άλλες. Εδώ εκεί να τις φτάσει, εδώ εκεί, μα κείνες είχαν ξεμακρύνει και δεν φαίνονταν πουθενά.

Άρχισε να ανησυχεί και να φιδοζώνεται, π’ απόμεινε μονάχη στα έρημα τα λόγγα. Κι εκεί που βάραγε τη γομαρίτσα της και την άμπωχνε απ’ τα καπούλια στις ανηφοριές, άκουσε ποδοβολητό ξοπίσω της. Γύρισε να δει και τα γόνατά της κόπηκαν! Ένας Τούρκος καβαλάρης! Μαυριδερός, θηρίος, μ’ άγρια μαύρα μάτια και μουστάκι! Πολύ αφύσκος!

– Ουστ, ουστ φώναζε και ξαναφώναζε να τρέξει η γομάρα. Εκείνος ζύγωσε και μ’ ένα πήδημα ξεπέζεψε. Η Λένη τρόμαξε, παράτησε τη φορτωμένη γομάρα κι αρέντεψε να σωθεί.

Ο Τούρκος χύθηκε ξοπίσω της με μεγάλες δρασκελιές. Οι φτέρνες της Λένης έφτασαν στις πλάτες, προσπαθώντας να ξεφύγει. Εκείνος, στη μεγάλη του βιασύνη, σκόνταψε σε μία πουρναρόριζα κι έπεσε στο χώμα με τα μούτρα. Τον είδε λοξοκοιτάζοντας η Λένη κι ανάσανε. Έβαλε τα δυνατά της να βγάλει μια ανηφορίτσα και μετά σαν θα έβγαινε στο ξέφωτο, ε κάποιος τζομπάνος θα’βοσκε εκεί τα πρόβατά του, για να τη σώσει. Ο σκυλότουρκος λύσσαξε κι όρμησε μπροστά, αποφασισμένος να την πιάσει. Σαν άγριος λύκος πεινασμένος, που κυνηγάει προβατίνα, δρασκελίζει τούφες και λιθάρια και τρέχει δυνατά. Κοντεύει να τη φτάσει. Μια δυο δρασκελιές ακόμη και την πιάνει. Η Λένη αποκάμει. Λιχομανάει κατάκοπη. Της πιάνεται η ανάσα. Η καρδιά της γοργοχτυπάει στα στήθια κι η ψυχή στο στόμα ανεβαίνει. Να τρέξει άλλο δεν μπορεί, μα ούτε ωφελεί. Ο Τούρκος θα την πιάσει. Νιώθει κιόλας την βρωμανάσα του. Δεν απομένει παρά ν’ απλώσει τη χερούκλα του και να τη γραπώσει. Κι εκεί που ήταν μπαϊλισμένη κι ανήμπορη να κάνει κάτι και το σκυλί ο Τούρκος ακούμπησε την άκρη το σεγγούνι… ρίχνεται απ’ αχπάν’, απ’κάτ’ στον λάκκο, που χάσκει στα δεξιά της.

– Ααα, ακούστηκε στο χάος κι αντήχησε στις λαγκαδιές, στα λόγγια!

Το μαύρο της μαντίλι φουσκώνει απ’ τον αέρα, φεύγει απ’ το κεφάλι και σαν πουλί, μαυροπουλί πάει και κάθεται στολίδι πάνω σε ρείκι ανθισμένο.

«Βοριάς, γκρεμός το παίρνει
της Λένης το τσεμπέρι,
μες στο χωριό το φέρνει,
να μάθουν το χαμπέρι…»

Στέκει βουβός στην άκρη του γκρεμού ο λυσσασμένος λύκος και σκάει απ’το κακό του. Η ελαφίνα χάθηκε! Σαν βλέπει κάτω χαμηλά τη σκοτωμένη, τα μάτια του αστραφτουν και γλείφει τα χείλια με τη γλώσσα. Κείνο που έβαλε σκοπό δεν θα το παρατήσει τώρα. Ψάχνει καλά για πέρασμα τριγύρω, βρίσκει μια σκάλα φυσική, κατεβαίνει γρήγορα στον λάκκο κι… ατιμάζει, ο μισερός, το άψυχο παρθενικό κορμί της, βαμμένο μες στο αίμα! Η ψυχούλα της μόλις είχε προφτάσει να φτερουγίσει λεύτερη κι αμόλυντη στα ουράνια.

«Αγέρας, άνεμος κακός
τον Τούρκο να γκρεμίσει,
να πνίξει τον αγαρηνό
του λάκκου η παλιοβρύση…»

Από τότε οι ντόπιοι ονόμασαν το μέρος «Λάκκο τ’ς Λέν’ς», έπλασαν διάφορους θρύλου. Λέγεται δε ότι το παρακάτω τραγούδι «Το μαύρο το μαντίλι», των Βελτσιστινών λαλητάδων, σ’ αυτή την Ελένη αναφέρεται:

«Το μαύρο το μαντίλι (μωρ’ Λένη)
που δένεις στα μαλλιά,
να μη το ξαναδέσεις
τρελαίνεις τα παιδιά.
Στη σκάλα π’ανεβαίνεις
ν’ανέβαινα κι εγώ,
σε κάθε σκαλοπάτι
να σε γλυκοφιλώ.
Τα μαύρα να τα βγάλεις
και φόρα κόκκινα
και γίνε γιουσοφούλα
και πούλα κόσκινα.
Τα μαύρα δεν τα βγάζω,
γιατί μου πάνουνε
είμαι κοντούλα και νοστιμούλα
και μου ταιριάζουνε.
Εγώ’μαι νια λεβέντισσα
και θέλ’ να παντρευτώ,
τον άντρα που θα πάρω
θα τον ερωτευτώ, στον ύπνο θα τον δω». [www.proinoslogos.gr]

helectra

Σχολιάστε