Posts Tagged ‘Ακαδημία Αθηνών’

*** Ένας παλιός σφραγιλόθος των Γνωστικών. Ένας εσταυρωμένος κάτω από το φεγγάρι και την νύχτα. Από κάτω η επιγραφή: ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC.

*** Αυτό είναι ένα αντίδωρο – μα κάθε αντίδωρο προϋποθέτει το δώρο. Λάμπει η νύχτα – για να δούμε.

*** Λένε πως ο Απόλλωνας ήταν κάποιος που δεν βάκχιζε. Και ακόμη πως ο Διόνυσος ήτανε κάποιος που δεν νοούσε. Κι άμα κάπου συναντηθούν ο έξαλλος Διόνυσος και ο τρομερός Απόλλωνας έχουμε την τραγωδία.

*** Κάπως έτσι.

*** Κάμποσες φορές μέσα στον χρόνο των ανθρώπων που συναντήθηκαν ετούτοι οι δυο.

*** (Λένε πως συναντήθηκαν και ένα βράδυ στο Όρος των Ελαιών).

*** (Κι ο σκοτεινός φιλόσοφος της Εφέσου το είχε εξαγγείλει: Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο).

*** Κι ακόμη, πολλοί κι αυτοί που θέλησαν να γυρέψουν τον τρόπο ετούτης της συνάντησης. Φυσικά, οι περισσότεροι τον φαντασιώθηκαν ως ρομαντική ονειροπόληση, ως θεωρία, ως πνευματικό ορίζοντα.

*** Λίγοι, ελάχιστοι το προχωρήσανε παραπέρα.

***
Ο Φρειδερίκος Νίτσε, ας πούμε, έκανε την αναζήτηση του τραγικό σπασμό και αυτοδιαμελισμό – και σφράγισε τον αιώνα που έρχονταν.

*** Στον αντίποδά του Νίτσε, ο Άγγελος Σικελιανός γύρεψε την τραγική γαλήνη, την τραγική ενότητα του κόσμου.

*** Ο Νίτσε λογάριαζε ετούτη τη συνάντηση ως όρο εξανθρωπισμού του ανθρώπου. Λαχτάρισε τόσο την τραγωδία που στο τέλος την έζησε ο ίδιος – ίσως περισσότερο από κάθε άλλον.

***
Ο Σικελιανός πίστεψε πως στη συνάντηση αυτή φωλιάζει η πρώτη σπίθα του Θεού. Και θέλησε τούτη τη σπίθα να την δώσει στους ανθρώπους.

***Απέτυχε – όμως απέτυχε όπως έπρεπε.

*** Για τούτη την αποτυχία και για τούτον τον Σικελιανό μιλάω – όσο και όπως μπορώ.

*** ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC – ποιος είναι ποιος;

*** Πρώτα από όλα: 18 Μαρτίου του 1884 – 19 Ιουνίου του 1951.

*** Δηλαδή: γεννήθηκε και πέθανε – παρ’ όλο που κάμποσες φορές στη ζωή του αμφέβαλε και για τα δυο.

*** Μια αστραπή.

*** Ένας θεατρίνος, ένας μάρτυρας, ένας νάρκισσος, ένας προφήτης, ένας εγωπαθής, ένας ιεροφάντης, ένας τσαρλατάνος, ένας δρυίδης, ένας προικοθήρας, ένας ένθεος επαναστάτης, ένας ψεύτης, ένας φιλόσοφος, ένας αποτυχημένος, ο μεγαλύτερος ποιητής τον αιώνων.

*** Μπορεί κανείς να αφεθεί σε μιαν ατέλειωτη σειρά στίχων που παλεύουν να περικλείσουν τον κόσμο. Ή πάλι σε έναν καταρράχτη στιγμών μανίας και θεριεμένων ονείρων.

*** Στην αρχή του ήτανε ένας στίχος του Σολωμού – ένας στίχος διόλου ρητορικός.

*** Αλαφροίσκιωτε, καλέ, για πες μου απόψε τι ’δες;


*** Κι αφού πέτρασε την αδιανόητη θάλασσα του κόσμου, ο Άγγελος Σικελιανός κατέληξε στο ζευγάρωμα του αρχικού στίχου.

*** Νύχτα γιομάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια.

*** ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC σου λέω.

*** Ηχήστε σάλπιγγες: Ο Άγγελος Σικελιανός ήτανε ο τελευταίος αρχαίος έλληνας και Πίνδαρος και Ηράκλειτος και Αισχύλος – έτσι του ταίριαζε. Ήτανε ο πρώτος Απολλώνιος Χριστιανός – πιθανώς ο δεύτερος μετά τον Άρειο, πιθανώς ο τρίτος μετά τον Πλήθωνα. Ήτανε μανιασμένος βασιλιάς και γαλήνιος προφήτης και σκοτεινός φιλόσοφος- έτσι του ταίριαζε. Ήτανε Ορφέας, Σίβυλλα, Σφίγγα, Θησέας, Βαφτιστής, Ναζωραίος, Παναγία και Μαγδαληνή. Όλα αυτά μαζί κι άλλα χίλια – έτσι του ταίριαζε.

*** Ήτανε κάποιος που μπορούσε να αντέχει την συντριβή του – ακριβώς γιατί δεν την καταλάβαινε.

*** Να γιατί ήταν ο αντίποδας του μανιασμένου τραγικού φιλοσόφου: Θαρρώ πως ο Νίτσε ήταν ο Πενθέας του καιρού του. Ο Σικελιανός ήταν -ή θάρρεψε- πως ήταν ο Προμηθέας.

*** Φυσικά πυρφόρος και μόνο πυρφόρος – στο νου δεν χωρούσε μήτε δεσμώτης, μήτε λυόμενος, μήτε τίποτε άλλο.

*** Έτσι θάρρευε τον κόσμο.

*** Κι αυτό το «θάρρευε» είναι που με κεντρίζει με τον Σικελιανό.

*** Όχι το αποτέλεσμα – το ό,τι θάρρευε.

*** Ναι εξηγηθώ: Για μένα ο Σικελιανός δεν είναι αυτά που έγραψε – αυτά που μένουν. Για μένα ο Σικελιανός είναι αυτά που ζήτησε – αυτά που λαχτάρισε, αυτά που πεθύμησε.

*** Δηλαδή αυτά που φεύγουν και χάνονται για πάντα.

*** Θα προσπαθήσω να γίνω κατανοητότερος παρακάτω.

*** Το ξημέρωμα της 18ης Μαρτίου του 1884 οι μαμές που είχαν παρασταθεί στην γένα του έβδομου παιδιού της Χαρίκλειας Σικελιανού, το γένος Στεφανίτση, συζύγου του καθηγητή ξένων γλωσσών του Γυμνασίου της Λευκάδας, Ιωάννη Σικελιανού, είχαν να διηγηθούν πως το παιδί γεννήθηκε με μαγνάδι στο πρόσωπο (με εκείνο το κομμάτι του αμνιακού σάκου που ονομάζουμε προσωπίδα) και για αυτό στη ζωή του θα ήσαν ευλογημένο από την τύχη. Το αγόρι εκείνο μεγαλώνοντας έμαθε, βέβαια, την ιστορία και του καλοφάνηκε ιδιαίτερα – από τότε που θυμόταν τον εαυτό του ένιωθε πως είχε στη ζωή του μέγα προορισμό κι όλα τα σημάδια συνηγορούσαν για κάτι τέτοιο.

*** Το αγόρι με το μαγνάδι ήταν ο Άγγελος Σικελιανός – κι έταξε τον εαυτό του για εραστή της μάνας γης και νύμφιο του πατέρα ουρανού.

*** Υπάρχει μια ιστορία για τον Σικελιανό που -αν είναι αληθινή- τα λέει σχεδόν όλα για εκείνον τον μανιασμένο Απόλλωνα. Την καταγράφει (αν την καταγράφει) ο Καζαντζάκης στην Αναφορά του στον παππούλη κρητικό του Τολέδο.

*** Κάποτε, στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, λίγο πριν από το ταξίδι τους στο όρος ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης έμεναν στο ίδιο σπίτι. Η γυναίκα του Άγγελου Εύα Πάλμερ – Σικελιανού του στέλνει ένα γεμάτο φέρετρο. «Βουδάκι μου, ο γείτονάς μας ο ράφτης πέθανε και σου τον στέλνω να τον αναστήσεις.»

*** Ο Καζαντζάκης έστησε μάτι κι αυτί: τώρα θα φανεί αν είναι ένας θεατρίνος ή πραγματικά πιστεύει. Άραγε θα τολμήσει την συντριβή του ή θα κάνει πίσω;

*** «Όλη τη νύχτα άκουγα σιγανά μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει. Όλη τη νύχτα’ κι ευθύς ύστερα βήματα βαριά απάνω κάτω, πολλή ώρα, και πάλι μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει.»

*** Το πρωί ο Καζαντζάκης αντίκρισε έναν Σικελιανό αμίλητο και κάτωχρο – σαν φάντασμα. Είχε παλέψει να αναστήσει τον νεκρό σαν τον προφήτη Ελισσαίο, ξαπλώνοντας γυμνός απάνω του και φυσώντας του πνοή στο σώμα. Του κάκου.

*** Ο Καζαντζάκης τον πήρε με το ζόρι για βόλτα στην ακροθαλασσιά για να τον ηρεμήσε. Κάποτε ο Σικελιανός μίλησε: «Ντρέπουμαι. Η ψυχή, λοιπόν, δεν είναι παντοδύναμη».

*** (Εδώ που τα λέμε, ακόμη κι αν η ιστορία είναι μια κατασκευή του Καζαντζάκη, είναι, το δίχως άλλο, μια καλή ιστορία.)

*** Μια άλλη ιστορία με το Σικελιανό στο κέντρο της, είναι ήδη μέρος της νεοελληνικής μυθολογίας – ένα από τα αστραφτερότερα διαμάντια της. Στις 28 του Φλεβάρη του 1943, ημέρα Κυριακή, οι σκλαβωμένοι και ρημαγμένοι από την πείνα Έλληνες κήδεψαν τον Κωστή Παλαμά στο Πρώτο Νεκροταφείο της Αθήνας. Ο Σικελιανός, ίδιος με αρχαίο Θεό, έχει γράψει ποίημα για να το διαβάσει πάνω από τον ανοιχτό τάφο. Ηχήστε σάλπιγγες. Καμπάνες βροντερές δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα.

*** Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη στιγμή: Όσοι βρέθηκαν κοντά του εκείνη τη στιγμή -και δεν ήσαν λίγοι- είδανε έναν άνθρωπο πέρα από τον εαυτό του, να στηρίζει την Ελλάδα, ή ό,τι λογάριαζε εκείνος για Ελλάδα, σε ένα φέρετρο. Ήτανε τόσο μανιασμένος, τόσο έμπυρος που το κατάφερε.

*** (Και μετά όταν τραγουδούσανε τον Ύμνο του Σολωμού, όσοι ανταμώθηκαν με το βλέμμα του ένιωσαν κάτι από εκείνο το πύρωμα – ο Ελύτης ήταν ένας από αυτούς.)

*** Όλοι όσοι πέρασαν από κοντά του κράτησαν ένα κομματάκι από τούτο το πύρωμα. Ο Σεφέρης θυμόταν μια επίσκεψή του στο νοσοκομείο, μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, κάπου στα 1950: «Είδα το μαύρο, ήταν απόλυτα ωραίο» του είπε ο Σικελιανός.

*** Ήταν μανιασμένος για Θεό – για κάθε λογής Θεό. Κάποτε είπε -και πάλι του Καζαντζάκη-: Αισθάνομαι πως έχω τόσο πολύ Θεό μέσα μου, που αν αγγίξεις το χέρι μου αισθάνομαι πως θα πετάξει σπίθες. Ο Καζαντζάκης απέφυγε – για να το μετανιώσει αργότερα.

*** Ο Ελύτης καταγράφει το καιριότερο: Ένα μεσημέρι του καλοκαιριού του 1946 πήγε στο ψηλοτάβανο σπίτι του Σικελιανού για να του αφήσει βιβλία σχετικά με τον Υπερρεαλισμό. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, η Άννα Σικελιανού έλειπε: «…Τότε αντίκρισα μιαν εικόνα που θα μου μείνει αξέχαστη: ο Σικελιανός, όρθιος, ξιπόλητος, με ένα μακρύ νυχτικό που έπεφτε σαν αρχαία χλαμύδα επάνω του, έτρωγε ένα τσαμπί σταφύλι! Κάθε τόσο το ύψωνε από το ανιχτό παράθυο και το καμάρωνε στο φως. Να τος. Αυτός ήταν. (…) Αυτός που τον έλεγαν θεατρίνο, και που τον είχα τσακώσει σε μια στιγμή που κανένας θεατής δεν υπήρχε, κι όμως ίδιον, ολόιδιον, όπως τον ξέραμε από τα ποιήματά του, φυσικά μεγαλόπρεπο και αυτάρκη μέσα στη θεϊκή του απλότητα.»

*** (Ίσως αυτή η εικόνα να εξηγεί το γιατί ο Ελύτης ήταν αυτός που τρεις και τέσσερις δεκαετίες αργότερα ήταν ο μόνος που είδε τον ελληνικό κόσμο του Σικελιανού ως μυθιστορηματική διαφάνεια.)

*** Υπάρχουν πολλές ακόμη ιστορίες για τον Σικελιανό – αναρρίθμητες. Οι χυδαιότερες αφορούν τον τρόπο που διάφορα φασιστάκια τον απέκλεισαν από την Ακαδημία Αθηνών, ή τον τρόπο που τα ίδια φασιστάκια της Ακαδημίας Αθηνών, με αρχηγό τον Σπύρο Μελά, πάλεψαν να μην δοθεί τον Νόμπελ της Λογοτεχνίας σε έναν «ύποπτο αναρχοκομμουνιστή».

*** Οι πιο περιπλεγμένες έχουν να κάνουν την σχέση του με τις γυναίκες – τους γάμους του, τις ερωμένες του, τους θρύλους που κύκλωσαν την σεξουαλικότητά του.

*** (Είπαμε: ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC – αυτό.)

*** Η Εύα Πάλμερ: Μια ζάπλουτη αμερικανίδα, πανέμορφη σαν Καρυάτιδα, ηθοποιός, χορεύτρια, καθηγήτρια κεντητικής, ελληνιστρια, οπαδός μια παγανιστικής βιοθεωρίας που ζήταγε επιστροφή στις φυσικές αξίες, δέκα χρόνια μεγαλύτερη από τον Σικελιανό, συναντήθηκε μαζί του το 1906, και μπήκε μέσα στον τυφώνα εκείνου του εικοσιτριάχρονου Αλαφροίσκιωτου. Παντρεύτηκαν την επόμενη χρονιά – και μετά δυο χρόνια γεννήθηκε ο γιος τους που τον είπανε Γλαύκο.

*** Ήταν ένας έρωτας αντάξιός τους, εμποτισμένος από τις λιμπερτινικές αρχές της Εύας και τις μυστικές ορμές του Αγγέλου. Ζήσαν το πάθος τους και τα πάθη τους μαζί και χώρια, όπως σε ταινία του σινεμά, αψηφώντας τον κόσμο και τις συμβάσεις των αστών του καιρού τους. Δικό τους παιδί ήσαν οι Δελφικές Γιορτές – μια μεγάλη ουτοπία ελευθερίας.

*** Ήταν ένα μεγάλο όνειρο που τους πήρε μέσα του για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Η ανασύσταση του κοσμου με κέντρο τους Δελφούς, η δημιουργία ενός ομφάλιου λώτρου που θα συνδέσει τον αρχαίο κόσμο και τον νεώτερο, που θα ενώσει το Πνεύμα και την Πράξη, τον άνθρωπο και τον Θεό. Ο Άγγελος έταξε σε τούτη την ιδέα την πένα του, η Εύα όλη της την ψυχή και την περιουσία της. Οι Δελφικές Γιορτές που γίνανε το 1927 στους Δελφούς με την παράσταση το Προμηθέα Δεσμώτη και επαναλήφθηκαν το 1930 με τις Ικέτιδες ουσιαστικά σήμαναν την οικονομική καταστροφή της Εύας, ο οποία σκηνοθετούσε, έκανε την χορογραφία, έφτιαξε τους αργαλειούς με τους οποίους ύφανε τα ρούχα των ηθοποιών. Ο Σικελιανός, γράφοντας μα σειρά δοκιμίων και ενεργοποιώντας το κύρος του, πέτυχε να θεσμοθετηθούν οι Δελφικές Γιορτές από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, ωστόσο η Εύα ήταν που ταξίδεψε στην Αμερική ψάχνoντας για χρηματοδότηση.

*** Η τύχη δεν την ευνόησε: Η υιοθέτηση των Γιορτών από το Ίδρυμα Ροκφέλερ ναυάγησε για μια ασήμαντη αφορμή. Το 1933 η Εύα ξαναταξίδεψε στην Αμερική για να βρει εκ νέου χρηματοδότες. Μα κάπου μέσα της ήξερε πως θα δεν θα ξαναέσμιγε με τον Άγγελο. Νωρίτερα το 1939 έδωσε την ευχή της στο Άγγελο να παντρευτή την Άννα Καραμάνη, άλλοτε σύζυγο του διάσημου πνευμονολόγου Γεώργιου Καραμάνη, και με μέχρι το τέλος της ζωής της συνέχισε να προπαγανδίζει τις Δελφικές Γιορτές, την υποψηφιότητα του Σικελιανού για το Νόμπελ, την οικονομική βοήθεια στην μετακαχοχική Ελλάδα. Επέστρεψε μολις το 1952, μόλις ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Αγγέλου, για να πεθάνει κάτω από τον ελληνικό ήλιο.

*** Φυσικά θάφτηκε στους Δελφούς, σε διπλανό τάφο με εκείνον.

*** (Έτσι έπρεπε.)

*** Τα χρόνια που πέρασε με την Άννα ήταν για τον Σικελιανό ο καιρός που έκανε την τελική του σούμα του στοχασμού: Δελφοί, Ελευσίνα, Ιερουσαλήμ, Ρώμη, Κνωσός, Πελοπόνησος του Πλήθωνα, Επίδαυρος του Ασκληπιού. Κι ακόμη, ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα, προτάσεις για την καθιέρωση της ελληνικής ως παγκόσμιας γλώσσας, δόντια νεκρών σκύλων που λάμπουν, τουδικαίου αστραπή και ελπίδα.

*** Ωσπου στις 19 Ιουνίου του 1951, στην Κλινική «Παμμακάριστος» ης Αθήνας, το αγόρι με το μαγνάδι έγινε ένα από τα μάγια της νύχτας του.

*** Πρέπει να το πω: Οι ξένες εγκυκλοπαίδειες τον βγάζουν έναν από τους μεγαλύτερους στον κοσμο λυρικούς ποιητές του αιώνα του, έχασε το Νόμελ μόνο από τις αντιδράσεις, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στα 1998 τον λογαριάζει για τον μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή του εικοστού αιώνα (δηλαδή: μεγαλύτερο κι από τον Καβάφη), εγώ ωστόσο, πέρα από το Άγραφον, δεν μπορώ να διαβάσω άλλο ποίημα του Σικελιανού.

*** Μήτε καν ποιήματα που, δίχως την παραμικρή επιφύλαξη, αναγνωρίζω ως μεγαλειώδη: τον Αλαφροϊσκιωτο, τη Μητέρα Θεού, την Ιερά Οδό, το Θαλερό.

*** Μοιάζει παράξενο: Λγες φορές έχω αναγνωρίσει στην ποίηση τόση μεγάλη λαχτάρα ελευθερίας όσο στους έξι τόμους του Σικελιανού – και λίγες φορές με έχουν κλωτσήσει τόσο οι διαστάσεις του μεγαλείου των νοημάτων, έτσι όπως τι προσδιόρισε ο ίδιος ο δημιουργός τους.

*** Να το πω όσο πιο απλά μπορώ: διαβάζω Σικελιανό και νιώθω πως μονίμως μου αναγγέλει.

*** (Πως δεν ζει μαζί μου, πώς δεν μοιράζεται κάτι με μένα.)

*** (Πως μου λέει τον καθολικό χρησμό του και με καλεί να το πιστέψω.)

*** Ήταν ο τρόπος που ο Σικελιανός κατανοούσε την ποίηση – ως μια δημόσια μαντεία. Προφανώς λογάριαζε τον ποιητή για προφήτη – ή για Μεσσία.

*** Εξάλλου δεν είναι τυχαίο ποιους τέσσερις είδε να υποδέχονται την ψυχή του Παλαμά: Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός.

*** Μα ο Ορφέας είχε κομματιαστεί από τις σκληρές γυναίκες της Θράκης. Ο Ηρακλειτος ήταν ένα σάρμα αποσπασμάτων. Ο Αισχύλος ήταν ο σπασμός του κακού που ριζώνει στην τραγική φύση του ανθρώπου.

*** Ο Σολωμός ητανε κάποιος που αντί να ενώσει τον κόσμο, αιματοτσάκισε τον εαυτό του.

*** Ο Σικελιανός θέλησε να σταθεί πλάι σε αυτούς αναγγέλοντας πως, πρώτος αυτός, πέτυχε το κατορθωμένο σώμα.

*** Δεν το πέτυχε – κι ευτυχώς. Αν κάτι τέτοιο γινόταν, η ποίηση θα απέμενε νεκρή.

*** Και για μένα το σώμα του Σικελιανού δεν είναι οι στίχοι – αυτοί που πίστευε πως ήταν όμοιοι με του Αισχύλου.

*** Το σώμα του Σικελιανού είναι η στάχτη που την πήρε ο αέρας.

*** Αυτή η στάχτη, αυτός ο άνεμος – να τι με νοιάζει.

*** Ο Σεφέρης, στον ευχαριστήριο λόγο του προς τη Σουηδική Ακαδημία, έκανε φυσικά λόγο και για τον Σικελιανό: νιώθοντας αμήχανα να μιλήσει για τα ποιήματα αυτά καθ’ αυτά, πηγαίνει τα λόγια του στο σμίξιμο του Διόνυσου με του τον Χριστό: «Στην Ελλάδα, ξέρετε, ο Διόνυσος είναι κι αυτός ένας Εσταυρωμένος».

*** Ο Σεφέρης ήξερε τι έλεγε. Αυτό σμίξιμο Διόνυσου και Χριστού ήταν πατέντα του Σικελιανού – κι ήτανε μια πατέντα κόντρα στην ιστορία και κόντρα στην λογική.

*** Είναι γνωστό το πόσο η θρησκεία του Χριστού, σαν έγινε εξουσία, πολέμησε την ελληνική αρχαιότητα. Είναι γνωστό το πώς κομματιάστηκε η Υπατία, το πώς εσφαγιάζονταν οι εθνικοί για κοντά έναν ολόκληρο αιώνα, το πώς καταστράφηκαν αγάλματα και κάηκαν βιβλία – για πολλούς, τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της ιστορίας. Κι ακόμη είναι γνωστό το πώς ονομάστκε ο Ιουλιανός και το γιατί κάηκαν τα βιβλία του Πλήθωνα.

***
Ο Νίτσε ήταν που στην τελευταία φράση του Ecce Homo, το γράφει καθαρά: «Ο Διόνυσος εναντίων του Εσταυρωμένου».


*** Ο Σικελιανός θέλησε να σμίξει το Διόνυσο με τον Εσταυρωμένο – με τον ίδιο τρόπο που θέλησε να σμίξει οτιδήποτε ένιωθε πως έκρυβε μέσα του θεϊκή σπίθα.

*** Την Παναγία, την Αγαύη, τη Μαγδαληνή, την Περσεφόνη, την Πυθία, τον Ασκληπιό, το θυσιασμένο Ρόδο, τη Δήμητρα, τον Ορφέα με τις γυναίκες του, τον Διόνυσο με τις γυναίκες του, τον Χριστό με τις γυναίκες του, την αρκούδα του τσιγγάνου, το δόντι του νεκρού σκύλου.

***
Όλα αυτά.

*** Ναι, ήταν μια δικιά του πατέντα, ανιστόρητη και καταδικασμένη – μα για μένα τούτη η πατέντα (αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «γήινο μύθο») είναι το μεγάλο αντίδωρο του Σικελιανού – για όλους μας.

*** (Μα ποιο είναι το δώρο, λοιπόν;)

*** Ο ίδιος το θέλησε ποίηση και θρησκεία. Μα κάποιος μπορεί να πει πως η ποίηση δεν γίνεται με εξαγγελίες και η θρησκεία δεν γίνεται με λυρικά συνθέματα και μυθολογικά κορφολογήματα ραμμένα με αστικό νήμα. Σε αυτό έσφαλαν πολλοί – σε αυτό έσφαλε και ο Σικελιανός.

*** Εξάλλου η ποίηση είναι στον αντίποδα της θρησκείας
.

*** Η ποίηση ταράζει και ερεθίζει. Η θρησκεία εκτονώνει και γαληνεύει.

*** Και η θρησκεία είναι ένα εκστατικό φαινόμενο απελπισμένων – πάντοτε ως τέτοιο γεννιέται και στη συνέχεια χειραγωγείται από την φιλοσοφία και την εξουσία.

*** (Για να θυμηθώ τον Γκάτσο: γίνεται πεπρωμένο.)

*** Ο αγώνας του Σικελιανού να φτιάξει μια νέα θρησκεία φτιάχνοντας μια νέα μυθολογική ταξη, έναν νέο ενοποιημένο πανανθρώπινο κόσμο, μια νέα αρχαία Ελλάδα ανταμωμένη με τον Ναζωραίο και την Παναγιά, ήταν μια αστική κατασκευή, καμωμένη από κείμενα.

*** Κι έτσι γέμισε δυο ή τρεις χιλιάδες σελίδες με μια φαντασμαγορία.

*** Αυτή θαρρώ είναι η τραγωδία του Σικελιανού: που γύρευε να ανεβάσει τον Ορφέα στον σταυρό του Χριστού, όχι ως κοινωνία αλλά ως ποιητική αλήθεια.

*** Που γύρευε να γράψει τραγωδίες όχι ως ποίηση αλλά ως κοινωνία.

***
Έτσι το αντίδωρό του μένει στα χέρια μας δίχως κατεύθυνση.

*** (Αυτή η στάχτη, αυτός ο άνεμος).

*** Για αυτό με ερεθίζει ο Σικελιανός: ήσαν τόσο τραγικός που δόθηκε στην τραγωδία του δίχως να την καταλάβει.

*** Κι ακόμη με ερεθίζει που αρνήθηκε τον φόβο του Θεού.


*** (Δηλαδή αυτό για το οποίο τον ψέγει ο Λορεντζάτος).

*** Κι ακόμη με βουρλαίνει που πήγε να αναστήσει πεθαμένους πιστεύοντας πως είναι ο ίδιος ένα κομμάτι του κατορθωμένου θαύματος.

*** Κανένας ποιητής του αιώνα του (μήτε ο Πάουντ, μήτε ο Έλιοτ, μήτε -φυσικά- ο Καβάφης, μήτε καν ο Ελύτης) δεν στόχευσαν σε ένα τέτοιο θάμπος.


*** Κανένας προφήτης ή φιλόσοφος του αιώνα του δεν θέλησε τόσην διαφάνεια.

*** Κι όμως εκείνος τα ζήτησε – είτε από εγωπάθεια, είτε από αγνότητα, είτε κι από τα δύο.


*** Μα, ποιο είναι, λοιπόν, και ποιο είναι το αντίδωρο και ποιο είναι το ακριβό δώρο;

*** Το πιο πιθανό: να παραχωθεί σε σεντούκια και χρονοντούλαπα μυρμυγκοφάγων – ή ακόμη να μείνει ως καρτποσταλικό παράδειγμα μιας αθώας μεγαλοστομίας άλλων καιρών.

*** Το πιο πιθανό: να κυλήσει ο χρόνος μας με μικρά καλοκαίρια και μεγάλους χειμώνες, μέρες γεμάτες με Ερινύες και ερημία, φαρμακωμένα βέλη και φαρμακερή λογική.

*** Το πιο πιθανό: να χάσουμε – ωστόσο.

*** Ωστόσο η νύχτα που ’ναι σπαρμένη με μάγια είναι δική μας υπόθεση – κι είναι δικό μας ρίσκο, κίνδυνος, απελπισία.

*** Γιατί στην άκρη της απελπισίας φυτρώνουν τα άγρια λουλούδια.

*** Τα λουλούδια που θαμπώνουν ακόμη και τυφλούς με τη μυρωδιά τους.

*** Ω ναι.

*** Λένε πως ένα ωραίο παραμύθι για τους Δελφούς – που πιθανώς και να μην είναι τόσο παραμύθι. Λένε πως όποιος ζήταγε χρησμό περνούσε από μα πύλη που έγραφε Γνώθι σαυτόν.

*** (Ως εδώ καλά).

*** Στο τέλος, όταν έπαιρνε τον χρησμό της Πυθίας, σαν έφευγε τον εβαζαν να περάσει κάτω από μια άλλη πύλη που τον ξεπροβόδιζε με μια μονάχα λέξη – μόλις μια συλαβή, δύο γράμματα.

*** Ει.

*** Που σημαίνει να είσαι.

*** Να είσαι αυτός που ψάχνει, που φεύγει, που συναντιέται με τον Θεό κι όμως συνεχίζει ελεύθερος.

*** Να είσαι αυτός που βαδίζει για τον θάνατό του.

*** Να είσαι ο μανιασμένος που σπέρνει με μάγια τη νύχτα.

*** Κι είναι, φευ, πάντοτε νωρίς – μα κανείς πρέπει να το αποφασίσει.

***
Ο Άγγελος Σικελιανός ίσως να απέτυχε ως ποιητής, όμως κατόρθωσε αυτό το Ει.

*** Να είσαι.

*** Να είσαι.

*** Να είσαι.

*** Κι εκείνος ο μανιασμένος Απόλλωνας ήταν και θα είναι.

*** Όχι τα ποιήματα, όχι οι στίχοι, όχι τα λόγια – μα το πύρωμα.

*** Το πύρωμα, το πύρωμα.

*** Αυτό είναι το ακριβότερο δώρο.

Θανάσης Τριαρίδης
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό MAUVE, τεύχος 4, Μάιος – Ιούνιος 2004.)

Πηγή

helectra

Ο Δημήτρης Λιαντίνης υπήρξε αναπληρωτής καθηγητής του τομέα Παιδαγωγικής, του τμήματος Φ.Π.Ψ. της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δίδασκε φιλοσοφία της αγωγής και διδακτική αρχαίων και νέων ελληνικών. Εξαφανίστηκε αυτοθέλητα την 1η Ιουνίου του 1998, σε ηλικία 56 ετών.  Στις 4 Ιουλίου του 2005 αποκαλύφθηκε ο σκελετός του από τον πιο έμπιστο φίλο του, σε μια μικρή σπηλιά του Ταϋγέτου. Όλα είχαν σχεδιαστεί από τον ίδιο.

Είναι τρελός!

Κάπως έτσι αντέδρασαν πολλοί νεοέλληνες στο άκουσμα της είδησης. Είχαν δίκιο. Τούτος, δεν ήταν σαν τους άλλους, σαν εμάς. Ξένο σώμα έδειχνε στη τάξη των ανθρώπων. Τα λόγια του ήταν αλλόκοτα, ακαταλαβίστικα• ήχοι περίεργοι στη μονότονη μουσική της ζωής μας.
Το έργο είχε ξαναπαίξει. Τί κι αν το θυμούνται λίγοι. Πήρα στυλό και τετράδιο και άρχισα να ρωτάω, να μαθαίνω και να γράφω.

Κάποιων ανθρώπων η ζωή, δεν ακολουθεί το φρόνιμο μονοπάτι των άλλων. Επιλέγει κρυφά περάσματα και απόκρημνες πλαγιές για να βαδίσει. Κάποτε σηκώνεται από το χώμα, πετά και χάνεται στον ορίζοντα. Τη ζωή αυτών, κανείς δεν δύναται να ακολουθήσει, πόσο μάλλον να καταγράψει. Αυτό που μας μένει είναι να νιώσουμε. Να νιώσουμε την αύρα που αφήνει πίσω του καθώς χάνεται…

Πώς μπορείς να μιλήσεις για έναν άνθρωπο που βαδίζει στο θάνατο συνειδητά και χαμογελώντας; Ποια στοιχεία μπορείς να εισφέρεις που να δικαιολογούν αυτή την εικόνα; Ο δημοσιογραφικός λόγος στέκεται ανίκανος να δώσει επαρκή απάντηση. Η πράξη του Λιαντίνη, η έξοδός του από τη ζωή, θα περιμένει υπομονετικά τον φιλόσοφο και ποιητή για να την βάλει στο χειρουργικό τραπέζι. Να την αναλύσει και να την ερμηνέψει. Μα πάνω απ’ όλα θα περιμένει το χρόνο. Αυτός είναι ο πιο δίκαιος κριτής.

Η παρούσα έρευνα θα επιχειρήσει να πλησιάσει τον άνθρωπο. Έτσι όπως φανερώνεται μέσα από μαρτυρίες ατόμων που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν, όπως φοιτητές, συνάδελφοι, συμμαθητές του από τα μαθητικά χρόνια, ακόμα και ο δάσκαλός του στο δημοτικό που μιλάει για ένα «παιδί φαινόμενο». Μιλούν για πρώτη φορά οι τρείς φίλοι του Λιαντίνη, οι άνθρωποι που ο ίδιος επέλεξε να αναφέρει στην τελευταία του επιστολή. Ο αντιπρύτανης, ο γιατρός και ο μεταλλειολόγος. «Όλα αυτά τα χρόνια σιωπήσαμε από σεβασμό στη μνήμη του. Ήρθε η ώρα να πούμε την αλήθεια», λένε.

Έρχεται στο φως η προσωπική του αλληλογραφία με τον δίδυμο αδελφό του και τον καλύτερο φίλο του στα ταραγμένα χρόνια της νιότης του. Επιστολές που αποκαλύπτουν τον άνθρωπο και φανερώνουν μια σπάνια στάση ζωής που φτάνει στα όρια της υπέρβασης.  Θα μας αποκαλύψει ο ίδιος τον μεγάλο έρωτά του, πώς τον βίωσε και γιατί έμεινε ανεκπλήρωτος.

Θα ακούσουμε την κραυγή αγωνίας του προς τον αδελφικό φίλο του: «Δος μου το χέρι σου φίλε. Τώρα που καίγομαι».
Θα παρακολουθήσουμε τα τελευταία του βήματα μέσα από μαρτυρίες ανθρώπων και δικές του επιλογές. Θα μάθουμε ποια ήταν η τελευταία του επιθυμία. Τι χειρόγραφα εμπιστεύθηκε και σε ποιόν λίγο πριν φύγει. Θα γνωρίσουμε τον άνθρωπο που λάμβανε επί 25 χρόνια κάθε μήνα ένα γράμμα του και θα μάθουμε το γιατί.  Θα σταθούμε στη μάνα του, την περήφανη αυτή γυναίκα που και εκείνη έκανε τη δική της υπέρβαση. Τι της είπε ο γιος της γι’ αυτό που σχεδίαζε να κάνει και πώς εκείνη αντέδρασε;

Λίγο πριν το τέλος, θα μάθουμε το «σχέδιο» του Λιαντίνη από τον άνθρωπο-κλειδί που κλήθηκε να το φέρει εις πέρας. Θα ακούσουμε τον ίδιο να μιλά για πρώτη φορά. Θα παρακολουθήσουμε το χρονικό του θανάτου του. Ενός θανάτου που, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, ήταν σχεδιασμένος στη παραμικρή λεπτομέρεια. Ο τόπος, ο χρόνος, ο τρόπος. Τέλος, θα δώσουμε το λόγο στον ιατροδικαστή. Εκεί τον αναγνώστη, περιμένει ένα μεγάλο αίνιγμα, «πρωτόγνωρο», σύμφωνα με τον ίδιο. Ανάμεσα σ’ όλα αυτά, θα παρεμβάλονται μικρά αποσπάσματα από το συγγραφικό του έργο ως ένα πρώτο άγγιγμα στη σκέψη του, κυρίως όμως για να μας θυμίσουν μια λέξη ξεχασμένη στις μέρες μας: Συνέπεια.

Για τον Δημήτρη Λιαντίνη η πιο σημαντική μέρα της ζωής του ήταν η μέρα που επέλεξε να φύγει για πάντα. Είκοσι πέντε χρόνια, ίσως και παραπάνω, ο Δημήτρης Λιαντίνης ζει και αναπνέει για να μπορέσει εκείνη τη μέρα να κάνει το μεγάλο άλμα. Είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια προετοιμάζει τον εαυτό του για να δει για τελευταία φορά το ηλιοβασίλεμα εκείνης της μέρας. Να ακούσει για τελευταία φορά τον ήχο από τις πέτρες που πατάει και αφήνει πίσω του στο μονοπάτι που δεν έχει γυρισμό. Και εκεί ψηλά στη κορυφή του βουνού να αγναντέψει για τελευταία φορά από μακριά τη Λιαντίνα, το αγαπημένο του χωριό, τη γη της Λακωνίας που τον γέννησε.

Ο Λιαντίνης ζητάει από όλους να τον κατανοήσουν. Όχι να συμφωνήσουν μαζί του, απλά να μπορέσουν να τον κατανοήσουν μέσα από το άρωμα που άφησε πίσω του στους δεκάδες, εκατοντάδες ανθρώπους που ήρθαν σε επαφή με κείνον και το έργο του. Και σαν τον κατανοήσουν ακούγοντας τους ανθρώπους που τον γνώρισαν και κυρίως μελετώντας το έργο του, τότε μπορούν χωρίς την ενοχή της άγνοιας να τον δεχθούν ή να τον απορρίψουν.

Κάποτε ήλθε ένα 28χρονο παλικάρι να με βρει. Όνομα δεν μου άφησε, μονάχα μου είπε τούτο: «Ήμουν φοιτητής του Λιαντίνη. Μια μέρα με είδε δακρυσμένο και με ρώτησε τι έχω. Του είπα πως θέλω να βάλω τέρμα στη ζωή μου. Με πήρε αγκαλιά και βγήκαμε απ’ το αμφιθέατρο. Βαδίσαμε κάμποση ώρα στο δάσος της Καισαριανής. Μου μιλούσε συνεχώς. Τον άκουγα. Στο τέλος με φίλησε στο μάγουλο, χαμογέλασε και έφυγε. Του χρωστώ τη ζωή μου. Τον ευχαριστώ». Φεύγοντας μου ζήτησε να του υποσχεθώ πως θα το γράψω κάποτε αυτό, «να μάθουν ποιος ήταν ο Λιαντίνης».

Ποιος ήταν λοιπόν ο Λιαντίνης;

Μερικές εκατοντάδες γραμμάρια μελάνι σε χαρτί. Η σκέψη του, το έργο που άφησε φεύγοντας, στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Οκτώ βιβλία, εκ των οποίων το ένα μετάφραση. Ας τα δούμε συνοπτικά:  Το 1978 εξέδωσε την διδακτορική του διατριβή πάνω στον Γερμανό ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε με τον τίτλο «Έξυπνον Ενύπνιον». Ο υπεύθυνος της τριμελούς επιτροπής που κλήθηκε να κρίνει την διατριβή, τη χαρακτήρισε ακατανόητη…

Οι καμπάνες, οι γραβάτες, οι χειραψίες και τα πρωτόκολλα, η ελεημοσύνη και οι διακυρήξεις για ισότητα, δικαιοσύνη και ελευθερία αποτελούν τα διάσημα του ξεπεσμού του ανθρώπου. (σελ. 50)


Την ίδια χρονιά ο Λιαντίνης θα γράψει μια εργασία με θέμα τον Διονύσιο Σολωμό για να συμμετάσχει στη διεκδίκηση του βραβείου της Ακαδημίας Αθηνών. Την έγραψε λοιπόν, την έβαλε σε κλειστό ανώνυμο φάκελο, όπως προβλεπόταν, την έστειλε και το πήρε. Όμως δεν πήγε να το παραλάβει, όπως επίσης και το χρηματικό βραβείο 100 χιλ. δρχ. Το βιβλίο, που από πολλούς θεωρείται ως η καλύτερη προσέγγιση στο Σολωμό που γράφτηκε ποτέ, έχει τίτλο «Χάσμα Σεισμού – Ο φιλοσοφικός Σολωμός» .

Σύμφωνα με την οντολογία και την ηθική του Σολωμού η θέση του ανθρώπου είναι να βρίσκεται πάνοπλος στην ακμή της Εξόδου και ανυπόδητος στην κόψη του σπαθιού. Να ανθίζει στη ρωγμή των βράχων και να αστράφτει στο χάσμα της νυχτολαμπής. (σελ. 117)

Το 1979 θα μπει στα βαθιά καθώς θα επιχειρήσει να μεταφράσει Νίτσε και συγκεκριμένα το «Ίδε ο άνθρωπος».

Χρεωστώ τούτη την εξομολόγηση. Υπάρχουν ώρες που ανοίγοντας να διαβάσω Nietzsche δεν καταλαβαίνω λέξη. (σελ. 15)
Στο εξώφυλλο του βιβλίου, ο Λιαντίνης θα δώσει ένα μικρό δείγμα από το στίγμα της μετάφρασης του «δύσκολου» Νίτσε. Θα επιλέξει αντί των συνηθισμένων «Μετέφρασε», «Απέδωσε», το άγνωστο «Ελλήνισε».

Τα επόμενα χρόνια θα ασχοληθεί με την μελέτη των έργων του Γιώργου Σεφέρη καρπός της οποίας είναι το βιβλίο «Ο Νηφομανής», που θα εκθοδεί το 1982.

Ο Νηφομανής δηλώνει το νηφάλιο και το μαινόμενο ταυτόχρονα. Είναι εκείνος που νοεί και κρίνει, αλλά την ίδια στιγμή ενθουσιάζεται  και εμπνέεται. Ζει τον έλλογο μύθο ζυμωμένον με τη φρόνιμη τρέλα. (σελ. 11)

Το 1984 θα γράψει ένα αμιγώς φιλοσοφικό βιβλίο. Το «Homo Educandus: Φιλοσοφία της Αγωγής».

Μέσα στο χώρο της Φιλοσοφίας της Αγωγής το βιβλίο τούτο μοιάζει αιρετικό. Αν το παραβάλει κάποιος προς τον κλασσικό – που σημαίνει και συμβατικό αναπότρεπτα – τύπο των παρόμοιων μελετών, μόνο τον υπότιτλο θά ‘βρισκε κοινό. (σελ. 9)

Το 1987 θα γράψει το «Πολυχρόνιο – Στοά και Ρώμη» μια μελέτη πάνω στην «επίδραση της στωικής φιλοσοφίας στην πολιτική παιδαγωγική της Ρώμης».

Από τη πτώση της Ρώμης και ύστερα, ο άνθρωπος πορεύεται πλέον τον δρόμο της ιστορίας ανάποδα. Βλέπει τάχα το Χριστό, και τραβάει ίσια κατά το Διάβολο. (σελ. 164)

Το 1992 θα γράψει «Τα Ελληνικά». Είναι η εποχή που διδάσκει στο Μαράσλειο Διδασκαλείο όπου μετεκπαιδεύονται δάσκαλοι. Ο ίδιος επιθυμεί το βιβλίο του να έχει συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό: Προορίζεται μόνο για τους φοιτητές και για εκπαιδευτικούς που δεν έχουν περάσει το μεσοστράτι της ζωής τους. (προμετωπίδα)

Να υπάρχεις ελληνικός δηλώνει τέσσερες τρόπους συμπεριφοράς.
Ότι δέχεσαι την αλήθεια που έρχεται μέσα από την φύση. Όχι την αλήθεια που  φτιάχνει το μυαλό των ανθρώπων.
Ότι ζεις σύμφωνα με την ηθική της γνώσης. Όχι με την ηθική της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων.
Ότι αποθεώνεις την εμορφιά• γιατί η εμορφιά είναι δυνατή σαν το νου σου και φθαρτή σαν τη σάρκα σου.
Και κυρίως αυτό: Ότι αγαπάς τον άνθρωπο. Πώς αλλιώς! Ο άνθρωπος είναι το πιο τραγικό πλάσμα μέσα στο σύμπαν.

Και ερχόμαστε στη «Γκέμμα», το κύκνειο άσμα του. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε σε δύο καλοκαίρια. Του 1993 και του 1994 στο εξοχικό της οικογένειας στις Κεχριές. Στο τυπογραφείο πήγε το 1996, αν και μέσα αναφέρει ως έτος έκδοσης το 1997. Στα βιβλιοπωλεία κυκλοφόρησε περί τα τέλη της άνοιξης του 1998.

Γιατί η διαφορά η τρομερή εστάθηκε ότι οι ποιητές, που μοιάζαν την αλήθεια, είπανε ψέματα. Εγώ όμως, που μοιάζει με τα ψέματα, έζησα την αλήθεια. (τελευταίες λέξεις του βιβλίου)

Τα τελευταία πέντε βιβλία του τυπώθηκαν από ένα μικρό εκδοτικό οίκο, τη «Βιβλιογονία». Κανείς άλλος οίκος δεν δεχόταν να τα τυπώσει.
Υπάρχει, τέλος, και ένα άλλο έργο του Λιαντίνη. Στις 7 Μαρτίου 1998, το εμπιστεύθηκε, σε μορφή χειρογράφου στον φοιτητή του Ηλία Αναγνώστου και το επισήμανε στην τελευταία του επιστολή: «Κάποια στοιχειά από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου». Είναι μια ανάλυση στο έργο του Κ.Π. Καβάφη. Έχει τον τίτλο Requiem και σύντομα θα πάρει το δρόμο για το τυπογραφείο από τον ιδιοκτήτη του.


Η ιδέα του «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», είναι η ωραία στάση μπροστά στο θάνατο. Δεν είναι ανάγκη να γίνεις Αντώνιος, ώστε εκείνο που θα χάσεις πεθαίνοντας να είναι η πόλη του Αλεξάνδρου. Η Αλεξάνδρεια είναι το άλλο όνομα της ζωής. Στον καθένα που αξιώθηκε να υψωθεί σε συνείδηση, να ανοίξει τα μάτια του δηλαδή και να κλείσει μέσα τους το θαύμα της ζωής, στον καθένα που είχε τη χαρά έστω και μόνο να κυττάξει ένα Μάη τις ανθισμένες σπίθες των σπάρτων, του χαρίζεται, και του χρεώνεται μια ολόκληρη Αλεξάνδρεια. Με το φάρο, με τη Βιβλιοθήκη της, τους στόλους και το Νείλο, την αιχμηρή της χερσόνησο στη μακρυνή γοητεία των Φαραώ, με τους χορούς της ιερής νύχτας και της ιερής φρίκης, και με την Κλεοπάτρα της. Αυτή τη μυθική συναλλαγματική ο άνθρωπος με την πράξη του θανάτου του την εξοφλεί ως τον τελευταίο του όβολο. Η ώρα της πληρωμής επομένως αξιώνει γενναιοδωρία και αρχοντιά ισομέτρητη προς το μέγεθος της χρέωσης.
Όρος που ορίστηκε κοινός για το βασιλιά και το στρατιώτη, το φοροβαστάχτη και το βιολιστή, τον ταξιδευτή και τον ερωτευμένο.
(απόσπασμα)

Αυτός ήταν λοιπόν ο Λιαντίνης; Ένας στοχαστής, παιδαγωγός, ποιητής;

Όχι, μας λέει ο ίδιος.
Το αληθινότερο ποίημα στο γνήσιο ποιητή είναι η ίδια η ζωή του. (Χάσμα Σεισμού σελ. 24)

Καθώς λοιπόν έγραφε τα ποιήματα του, του σώθηκε το μελάνι.
Τότε αποφάσισε να γράψει με το αίμα του.

Απόσπασμα από το βιβλίο του δημοσιογράφου Δημήτρη Αλικάκου.

Πηγή

helectra

Share

Μια «μικρή» Ελλάδα στο Μοντεβιδέο!

Posted: 8 Οκτωβρίου 2009 in ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ
Ετικέτες: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

Περπατώντας στις όχθες του ποταμού Ρίο δε λα Πλάτα, στην «καρδιά» του Μοντεβιδέο, βλέπεις παντού τριγύρω, πρόσωπα χαρούμενα. Πρόσωπα οικεία, που σε χαιρετούν μ’ ένα πλατύ χαμόγελο κι ένα «καλημέρα», στα ισπανικά, αλλά και- συχνά- στα … ελληνικά. Αυτή η τελευταία επισήμανση μπορεί να ηχεί παράξενα στα αυτιά του αναγνώστη, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή και κάθε άλλο παρά περίεργη, αφού στην πρωτεύουσα της Ουρουγουάης, με το περίπου 1,5 εκατ. κατοίκους, ολοένα και περισσότεροι είναι αυτοί που μαθαίνουν και μιλούν ελληνικά.

Αυτούς τους ανθρώπους, με την ευγενική θωριά και την ελληνική «ψυχή» συνάντησε, στο πέρασμά της από την Ουρουγουάη, η Ελένη Γκίνου, καθηγήτρια γλώσσας και διαπολιτισμικής εκπαίδευσης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, η οποία ζει και «τρέφεται» με τέτοια ταξίδια ανά τον κόσμο, όπου συχνά συναντά μια … άλλη Ελλάδα. Και τούς συνάντησε, όπως μας μεταφέρει, σ’ έναν χώρο, που θα μπορούσε να πει κάποιος πως πρόκειται για το «λίκνο» του ελληνικού πολιτισμού στη μακρινή αυτή χώρα:  Το ίδρυμα «Μαρία Τσάκος«.

20090827110525ellinida 4

«Παιδί» του Χιώτη καπετάνιου Π. Τσάκου, ο οποίος βρέθηκε στο Μοντεβιδέο για επαγγελματικούς λόγους, αλλά «κουβαλώντας» πάντα στην ψυχή του τη μεγάλη του αγάπη για το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, την ελληνική παράδοση και τον πολιτισμό, το Ίδρυμα έχει καταφέρει, από την ίδρυσή του, το 1978, έως σήμερα, να φέρει στην «αγκαλιά» του χιλιάδες Ουρουγουανούς. Το Ίδρυμα φέρει το όνομα της μητέρας του καπετάν Τσάκου, «μιας απλής γυναίκας της Χίου, που αποπνέει, όμως, τη σοφία της ζωής», όπως χαρακτηριστικά την περιγράφει η Ελένη Γκίνου.

Η έμφυτη, θα έλεγε κάποιος, αγάπη των Ουρουγουανών για την Ελλάδα και ο απέραντος θαυμασμός τους για την πολιτισμό της ήταν το «κλειδί» της εδραίωσης του Ιδρύματος και της πολύ μεγάλης επιτυχίας του έργου του. Χαρακτηριστικό είναι πως, μόνο την περασμένη χρονιά, από τα θρανία του σχολείου εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας πέρασαν 450 μαθητές και, μάλιστα, η ζήτηση ήταν ακόμη μεγαλύτερη, αλλά το σχολείο δεν μπορούσε να φιλοξενήσει άλλους. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον καπετάνιο Δημήτρη Λίνα, στενό συνεργάτη του Παναγιώτη Τσάκου και αντιπρόεδρο του Ιδρύματος, συνολικά πάνω από 5.000 άτομα διδάχθηκαν την ελληνική γλώσσα έως σήμερα.

20090827110503ellinida 1

«Σ’ όποιο μέρος της πόλης και να πας μπορείς θα βρεις ανθρώπους να μιλούν ελληνικά», είπε στο Εθνικό Πρακτορείο ο κ. Λίνας από το μακρινό Μοντεβιδέο και τη διαπίστωση αυτή επιβεβαίωσε και η κ. Γκίνου, η οποία είχε την ευτυχία, όπως λέει, να ζυμωθεί με τους μαθητές του Ιδρύματος, να συνομιλήσει μαζί τους, ακόμη και να τους διδάξει κάποιες λέξεις και στοιχεία της ελληνικής γλώσσας. Οι μαθητές είναι από 15 έως και 85 χρονών, μαθητές, φοιτητές, γιατροί, δικηγόροι, άνθρωποι του πνεύματος, αλλά και απλές νοικοκυρές, που προσέρχονται στο Ίδρυμα για να μάθουν ελληνικά, «τη γλώσσα της καρδιάς τους».

«Αγαπούν πάρα πολύ την Ελλάδα. Όταν τούς έλεγα ότι είμαι Ελληνίδα, ήταν σαν να έβλεπαν κάποια κόρη του Ποσειδώνα ή της αρχαίας Αθηνάς. Τέτοια είναι η αγάπη τους, που σε κάνει να συνειδητοποιείς πως έχεις έναν πολιτισμό που είναι οικουμενικός, είναι διαχρονικός», μας εξομολογείται η Ελένη Γκίνου, με μια χροιά έντονου ενθουσιασμού στη φωνή της και έκδηλη την αγάπη γι’ αυτούς τους ανθρώπους στο βλέμμα της.

20090827110512ellinida 2

«Θέλουν να μάθουν- συνεχίζει- από κάποιο μεράκι. Το βλέπεις στα μάτια τους. Με τι ζήλο, τι ζέση, τι πάθος μαθαίνουν τα ελληνικά. Τους ρώτησα γιατί θέλουν να μάθουν τα ελληνικά και μου απάντησαν: για την κουλτούρα, τον πολιτισμό. Είναι αυτό το δέος που έχουν απέναντι στο δικό μας τον πολιτισμό και η αγάπη για την πολύ πλούσια γλώσσα μας. Το κάνουν για μια εσωτερική μόρφωση. Ίσως επειδή πιστεύουν πως μαθαίνοντας αυτή τη γλώσσα, θα έρθουν σε στενότερη επαφή με την ελληνική κουλτούρα και τον πολιτισμό».

Μάλιστα, οι Ουρουγουανοί αυτοί λάτρεις του ελληνικού πνεύματος έχουν δώσει ερέθισμα ακόμη και σε Έλληνες τέταρτης γενιάς να ασχοληθούν με τη γλώσσα των προγόνων τους. Ωστόσο, το 90% και πλέον όσων συμμετέχουν στα μαθήματα της ελληνικής, τα οποία- σημειωτέον- παρέχονται δωρεάν, είναι Ουρουγουανοί. Εκτός των μαθημάτων γλώσσας, το Ίδρυμα προσφέρει μαθήματα παραδοσιακών ελληνικών χορών, μουσικής και ελληνικής κουζίνας, ενώ κάθε Σάββατο η «φωνή» του εκπέμπει ραδιοφωνικά, μέσα από την εκπομπή «Ταξίδι στην Ιθάκη».

20090827110518ellinida 3

Ακούραστοι «εργάτες» του Ιδρύματος, ο Δημήτρης Λίνας και η σύζυγός του Καλλιόπη, μαζί με τη διευθύντρια του Ιδρύματος, Μαργαρίτα Λαριέρα, μια Ουρουγουανή, που όσο μεγάλωνε τόσο γιγαντωνόταν και η αγάπη της για την Ελλάδα, αλλά και τους υπόλοιπους δασκάλους και εργαζόμενους, δουλεύουν με κέφι και μεράκι για τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού και της πολύ πλούσιας γλώσσας μας. Ο Δημήτρης Λίνας και η σύζυγός του πήγαν στην Ουρουγουάη πριν από 40 χρόνια, «για λίγο στην αρχή, για τη δουλειά«, αλλά έφτασαν, σήμερα, όπως χαριτολογώντας μας λέει ο Χιώτης καπετάνιος, να είναι «μόνιμοι κάτοικοι επί προσωρινής βάσεως».

Κι όσο βρίσκονται εκεί, ένα πράγμα έχουν στο μυαλό τους: Πώς να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο το μεγάλο αυτό έργο του Ιδρύματος, που με τόση αγάπη και ευαισθησία, όπως μας λένε, δημιούργησε ο καπετάν Τσάκος. Το Ίδρυμα συνεργάζεται στενά με τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μοντεβιδέο σε ό,τι αφορά την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και στόχος είναι, μέσα στα επόμενα χρόνια, να δημιουργηθεί έδρα ελληνικής γλώσσας εκεί. Σ’ αυτό αναμένεται να λειτουργήσει θετικά το γεγονός ότι, ήδη, το ελληνικό υπουργείο Παιδείας, ανταποκρινόμενο θετικά σε σχετικό αίτημα του Ιδρύματος, ενέκρινε τη διάθεση ενός καθηγητή της ελληνικής γλώσσας για το Ίδρυμα.

20090827110532ellinida 5

«Εκτιμούμε τη δέσμευση του υπουργείου. Είναι μεγάλη τιμή για εμάς. Σκοπός μας είναι να δημιουργήσουμε μια επίσημη έδρα στο Πανεπιστήμιο», εξηγεί ο κ. Λίνας, ο οποίος, όταν τον ρωτάμε πώς θα μπορούσε κάποιος να συμβάλλει στο μεγάλο αυτό έργο του Ιδρύματος, με τη σεμνότητα που τον διακρίνει, μας είπε: «απλά, να μας αγαπάτε και να μας στηρίζετε». Αυτό που πάντα, ωστόσο, αποδεικνύεται χρήσιμο «εργαλείο», είναι τα βιβλία, όπως επισημαίνει η κ. Γκίνου, γι’ αυτό και οποιαδήποτε προσφορά, που θα μπορούσε να εμπλουτίσει τη βιβλιοθήκη του Ιδρύματος, είναι ευπρόσδεκτη.

Το Ίδρυμα «Μαρία Τσάκος»

Το Ίδρυμα Τσάκος ιδρύθηκε το Μάρτιο του 1978 και το 2002 μετονομάστηκε σε Ίδρυμα «Μαρία Τσάκου». Αρχικά, λειτούργησε στις αίθουσες του σχολείου «Erwy School» στο Μοντεβιδέο. Στο χώρο αυτό πραγματοποιήθηκαν μαθήματα ελληνικών όπως κι άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, από το 1978 έως το 1984. Από τα πρώτα χρόνια, πολύτιμη υπήρξε η συμβολή – εκτός των προαναφερόμενων – του Cpt. Walter Fernandez Illa, του δασκάλου κ. Βασίλη Χαχαβιά, της Lucila Romero, του διπλωμάτη κυρίου Alvaro Gallardo. Το 1985, το Ίδρυμα εγκαταστάθηκε σ’ ένα ιστορικό κτίριο, αυτό που στεγάσθηκε η πρώτη Δημαρχιακή Βουλή επί Ισπανοκρατίας, στην οδό Trienta y Tres.

Το Ίδρυμα έχει αναγνωριστεί επίσημα από το υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Ουρουγουάης, ενώ από το 1992, μετά την υπογραφή σχετικής σύμβασης, η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στη σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Ουρουγουάης γίνεται με τη συνεργασία των καθηγητών του Ιδρύματος. Το 1999, το Ίδρυμα αναγνωρίσθηκε από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας του Υπουργείου Παιδείας ως επίσημο Εξεταστικό Κέντρο Πιστοποίησης Ελληνομάθειας για τους σπουδαστές από την Ουρουγουάη, αλλά κι από άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Ιδιαίτερα έντονη είναι η παρουσία του Ιδρύματος στη ζωή και τα προβλήματα του απόδημου Ελληνισμού, σε συνεργασία με την Αρχιεπισκοπή Ν. Αμερικής, το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού κι άλλους φορείς. Το 1999, με τη συμπλήρωση 20 ετών λειτουργίας του Ιδρύματος, ο Καπετάν Τσάκος τιμήθηκε από τη Νομαρχία Αθηνών με τον τίτλο του «Πρέσβη του Ελληνισμού», το 2002 του απενεμήθη το «Μετάλλιο της Πόλεως των Αθηνών» και το 2003 τιμήθηκε με το σταυρό του Αγίου Στεφάνου από την Αρχιεπισκοπή Αμερικής. Την ίδια χρονιά, το Ίδρυμα βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το πολιτιστικό και κοινωφελές του έργο.

Σοφία Παπαδοπούλου

Πηγή: ΑΠΕ

helectra

Share