Posts Tagged ‘Διόνυσος’

*** Ένας παλιός σφραγιλόθος των Γνωστικών. Ένας εσταυρωμένος κάτω από το φεγγάρι και την νύχτα. Από κάτω η επιγραφή: ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC.

*** Αυτό είναι ένα αντίδωρο – μα κάθε αντίδωρο προϋποθέτει το δώρο. Λάμπει η νύχτα – για να δούμε.

*** Λένε πως ο Απόλλωνας ήταν κάποιος που δεν βάκχιζε. Και ακόμη πως ο Διόνυσος ήτανε κάποιος που δεν νοούσε. Κι άμα κάπου συναντηθούν ο έξαλλος Διόνυσος και ο τρομερός Απόλλωνας έχουμε την τραγωδία.

*** Κάπως έτσι.

*** Κάμποσες φορές μέσα στον χρόνο των ανθρώπων που συναντήθηκαν ετούτοι οι δυο.

*** (Λένε πως συναντήθηκαν και ένα βράδυ στο Όρος των Ελαιών).

*** (Κι ο σκοτεινός φιλόσοφος της Εφέσου το είχε εξαγγείλει: Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο).

*** Κι ακόμη, πολλοί κι αυτοί που θέλησαν να γυρέψουν τον τρόπο ετούτης της συνάντησης. Φυσικά, οι περισσότεροι τον φαντασιώθηκαν ως ρομαντική ονειροπόληση, ως θεωρία, ως πνευματικό ορίζοντα.

*** Λίγοι, ελάχιστοι το προχωρήσανε παραπέρα.

***
Ο Φρειδερίκος Νίτσε, ας πούμε, έκανε την αναζήτηση του τραγικό σπασμό και αυτοδιαμελισμό – και σφράγισε τον αιώνα που έρχονταν.

*** Στον αντίποδά του Νίτσε, ο Άγγελος Σικελιανός γύρεψε την τραγική γαλήνη, την τραγική ενότητα του κόσμου.

*** Ο Νίτσε λογάριαζε ετούτη τη συνάντηση ως όρο εξανθρωπισμού του ανθρώπου. Λαχτάρισε τόσο την τραγωδία που στο τέλος την έζησε ο ίδιος – ίσως περισσότερο από κάθε άλλον.

***
Ο Σικελιανός πίστεψε πως στη συνάντηση αυτή φωλιάζει η πρώτη σπίθα του Θεού. Και θέλησε τούτη τη σπίθα να την δώσει στους ανθρώπους.

***Απέτυχε – όμως απέτυχε όπως έπρεπε.

*** Για τούτη την αποτυχία και για τούτον τον Σικελιανό μιλάω – όσο και όπως μπορώ.

*** ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC – ποιος είναι ποιος;

*** Πρώτα από όλα: 18 Μαρτίου του 1884 – 19 Ιουνίου του 1951.

*** Δηλαδή: γεννήθηκε και πέθανε – παρ’ όλο που κάμποσες φορές στη ζωή του αμφέβαλε και για τα δυο.

*** Μια αστραπή.

*** Ένας θεατρίνος, ένας μάρτυρας, ένας νάρκισσος, ένας προφήτης, ένας εγωπαθής, ένας ιεροφάντης, ένας τσαρλατάνος, ένας δρυίδης, ένας προικοθήρας, ένας ένθεος επαναστάτης, ένας ψεύτης, ένας φιλόσοφος, ένας αποτυχημένος, ο μεγαλύτερος ποιητής τον αιώνων.

*** Μπορεί κανείς να αφεθεί σε μιαν ατέλειωτη σειρά στίχων που παλεύουν να περικλείσουν τον κόσμο. Ή πάλι σε έναν καταρράχτη στιγμών μανίας και θεριεμένων ονείρων.

*** Στην αρχή του ήτανε ένας στίχος του Σολωμού – ένας στίχος διόλου ρητορικός.

*** Αλαφροίσκιωτε, καλέ, για πες μου απόψε τι ’δες;


*** Κι αφού πέτρασε την αδιανόητη θάλασσα του κόσμου, ο Άγγελος Σικελιανός κατέληξε στο ζευγάρωμα του αρχικού στίχου.

*** Νύχτα γιομάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια.

*** ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC σου λέω.

*** Ηχήστε σάλπιγγες: Ο Άγγελος Σικελιανός ήτανε ο τελευταίος αρχαίος έλληνας και Πίνδαρος και Ηράκλειτος και Αισχύλος – έτσι του ταίριαζε. Ήτανε ο πρώτος Απολλώνιος Χριστιανός – πιθανώς ο δεύτερος μετά τον Άρειο, πιθανώς ο τρίτος μετά τον Πλήθωνα. Ήτανε μανιασμένος βασιλιάς και γαλήνιος προφήτης και σκοτεινός φιλόσοφος- έτσι του ταίριαζε. Ήτανε Ορφέας, Σίβυλλα, Σφίγγα, Θησέας, Βαφτιστής, Ναζωραίος, Παναγία και Μαγδαληνή. Όλα αυτά μαζί κι άλλα χίλια – έτσι του ταίριαζε.

*** Ήτανε κάποιος που μπορούσε να αντέχει την συντριβή του – ακριβώς γιατί δεν την καταλάβαινε.

*** Να γιατί ήταν ο αντίποδας του μανιασμένου τραγικού φιλοσόφου: Θαρρώ πως ο Νίτσε ήταν ο Πενθέας του καιρού του. Ο Σικελιανός ήταν -ή θάρρεψε- πως ήταν ο Προμηθέας.

*** Φυσικά πυρφόρος και μόνο πυρφόρος – στο νου δεν χωρούσε μήτε δεσμώτης, μήτε λυόμενος, μήτε τίποτε άλλο.

*** Έτσι θάρρευε τον κόσμο.

*** Κι αυτό το «θάρρευε» είναι που με κεντρίζει με τον Σικελιανό.

*** Όχι το αποτέλεσμα – το ό,τι θάρρευε.

*** Ναι εξηγηθώ: Για μένα ο Σικελιανός δεν είναι αυτά που έγραψε – αυτά που μένουν. Για μένα ο Σικελιανός είναι αυτά που ζήτησε – αυτά που λαχτάρισε, αυτά που πεθύμησε.

*** Δηλαδή αυτά που φεύγουν και χάνονται για πάντα.

*** Θα προσπαθήσω να γίνω κατανοητότερος παρακάτω.

*** Το ξημέρωμα της 18ης Μαρτίου του 1884 οι μαμές που είχαν παρασταθεί στην γένα του έβδομου παιδιού της Χαρίκλειας Σικελιανού, το γένος Στεφανίτση, συζύγου του καθηγητή ξένων γλωσσών του Γυμνασίου της Λευκάδας, Ιωάννη Σικελιανού, είχαν να διηγηθούν πως το παιδί γεννήθηκε με μαγνάδι στο πρόσωπο (με εκείνο το κομμάτι του αμνιακού σάκου που ονομάζουμε προσωπίδα) και για αυτό στη ζωή του θα ήσαν ευλογημένο από την τύχη. Το αγόρι εκείνο μεγαλώνοντας έμαθε, βέβαια, την ιστορία και του καλοφάνηκε ιδιαίτερα – από τότε που θυμόταν τον εαυτό του ένιωθε πως είχε στη ζωή του μέγα προορισμό κι όλα τα σημάδια συνηγορούσαν για κάτι τέτοιο.

*** Το αγόρι με το μαγνάδι ήταν ο Άγγελος Σικελιανός – κι έταξε τον εαυτό του για εραστή της μάνας γης και νύμφιο του πατέρα ουρανού.

*** Υπάρχει μια ιστορία για τον Σικελιανό που -αν είναι αληθινή- τα λέει σχεδόν όλα για εκείνον τον μανιασμένο Απόλλωνα. Την καταγράφει (αν την καταγράφει) ο Καζαντζάκης στην Αναφορά του στον παππούλη κρητικό του Τολέδο.

*** Κάποτε, στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, λίγο πριν από το ταξίδι τους στο όρος ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης έμεναν στο ίδιο σπίτι. Η γυναίκα του Άγγελου Εύα Πάλμερ – Σικελιανού του στέλνει ένα γεμάτο φέρετρο. «Βουδάκι μου, ο γείτονάς μας ο ράφτης πέθανε και σου τον στέλνω να τον αναστήσεις.»

*** Ο Καζαντζάκης έστησε μάτι κι αυτί: τώρα θα φανεί αν είναι ένας θεατρίνος ή πραγματικά πιστεύει. Άραγε θα τολμήσει την συντριβή του ή θα κάνει πίσω;

*** «Όλη τη νύχτα άκουγα σιγανά μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει. Όλη τη νύχτα’ κι ευθύς ύστερα βήματα βαριά απάνω κάτω, πολλή ώρα, και πάλι μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει.»

*** Το πρωί ο Καζαντζάκης αντίκρισε έναν Σικελιανό αμίλητο και κάτωχρο – σαν φάντασμα. Είχε παλέψει να αναστήσει τον νεκρό σαν τον προφήτη Ελισσαίο, ξαπλώνοντας γυμνός απάνω του και φυσώντας του πνοή στο σώμα. Του κάκου.

*** Ο Καζαντζάκης τον πήρε με το ζόρι για βόλτα στην ακροθαλασσιά για να τον ηρεμήσε. Κάποτε ο Σικελιανός μίλησε: «Ντρέπουμαι. Η ψυχή, λοιπόν, δεν είναι παντοδύναμη».

*** (Εδώ που τα λέμε, ακόμη κι αν η ιστορία είναι μια κατασκευή του Καζαντζάκη, είναι, το δίχως άλλο, μια καλή ιστορία.)

*** Μια άλλη ιστορία με το Σικελιανό στο κέντρο της, είναι ήδη μέρος της νεοελληνικής μυθολογίας – ένα από τα αστραφτερότερα διαμάντια της. Στις 28 του Φλεβάρη του 1943, ημέρα Κυριακή, οι σκλαβωμένοι και ρημαγμένοι από την πείνα Έλληνες κήδεψαν τον Κωστή Παλαμά στο Πρώτο Νεκροταφείο της Αθήνας. Ο Σικελιανός, ίδιος με αρχαίο Θεό, έχει γράψει ποίημα για να το διαβάσει πάνω από τον ανοιχτό τάφο. Ηχήστε σάλπιγγες. Καμπάνες βροντερές δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα.

*** Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη στιγμή: Όσοι βρέθηκαν κοντά του εκείνη τη στιγμή -και δεν ήσαν λίγοι- είδανε έναν άνθρωπο πέρα από τον εαυτό του, να στηρίζει την Ελλάδα, ή ό,τι λογάριαζε εκείνος για Ελλάδα, σε ένα φέρετρο. Ήτανε τόσο μανιασμένος, τόσο έμπυρος που το κατάφερε.

*** (Και μετά όταν τραγουδούσανε τον Ύμνο του Σολωμού, όσοι ανταμώθηκαν με το βλέμμα του ένιωσαν κάτι από εκείνο το πύρωμα – ο Ελύτης ήταν ένας από αυτούς.)

*** Όλοι όσοι πέρασαν από κοντά του κράτησαν ένα κομματάκι από τούτο το πύρωμα. Ο Σεφέρης θυμόταν μια επίσκεψή του στο νοσοκομείο, μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, κάπου στα 1950: «Είδα το μαύρο, ήταν απόλυτα ωραίο» του είπε ο Σικελιανός.

*** Ήταν μανιασμένος για Θεό – για κάθε λογής Θεό. Κάποτε είπε -και πάλι του Καζαντζάκη-: Αισθάνομαι πως έχω τόσο πολύ Θεό μέσα μου, που αν αγγίξεις το χέρι μου αισθάνομαι πως θα πετάξει σπίθες. Ο Καζαντζάκης απέφυγε – για να το μετανιώσει αργότερα.

*** Ο Ελύτης καταγράφει το καιριότερο: Ένα μεσημέρι του καλοκαιριού του 1946 πήγε στο ψηλοτάβανο σπίτι του Σικελιανού για να του αφήσει βιβλία σχετικά με τον Υπερρεαλισμό. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, η Άννα Σικελιανού έλειπε: «…Τότε αντίκρισα μιαν εικόνα που θα μου μείνει αξέχαστη: ο Σικελιανός, όρθιος, ξιπόλητος, με ένα μακρύ νυχτικό που έπεφτε σαν αρχαία χλαμύδα επάνω του, έτρωγε ένα τσαμπί σταφύλι! Κάθε τόσο το ύψωνε από το ανιχτό παράθυο και το καμάρωνε στο φως. Να τος. Αυτός ήταν. (…) Αυτός που τον έλεγαν θεατρίνο, και που τον είχα τσακώσει σε μια στιγμή που κανένας θεατής δεν υπήρχε, κι όμως ίδιον, ολόιδιον, όπως τον ξέραμε από τα ποιήματά του, φυσικά μεγαλόπρεπο και αυτάρκη μέσα στη θεϊκή του απλότητα.»

*** (Ίσως αυτή η εικόνα να εξηγεί το γιατί ο Ελύτης ήταν αυτός που τρεις και τέσσερις δεκαετίες αργότερα ήταν ο μόνος που είδε τον ελληνικό κόσμο του Σικελιανού ως μυθιστορηματική διαφάνεια.)

*** Υπάρχουν πολλές ακόμη ιστορίες για τον Σικελιανό – αναρρίθμητες. Οι χυδαιότερες αφορούν τον τρόπο που διάφορα φασιστάκια τον απέκλεισαν από την Ακαδημία Αθηνών, ή τον τρόπο που τα ίδια φασιστάκια της Ακαδημίας Αθηνών, με αρχηγό τον Σπύρο Μελά, πάλεψαν να μην δοθεί τον Νόμπελ της Λογοτεχνίας σε έναν «ύποπτο αναρχοκομμουνιστή».

*** Οι πιο περιπλεγμένες έχουν να κάνουν την σχέση του με τις γυναίκες – τους γάμους του, τις ερωμένες του, τους θρύλους που κύκλωσαν την σεξουαλικότητά του.

*** (Είπαμε: ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC – αυτό.)

*** Η Εύα Πάλμερ: Μια ζάπλουτη αμερικανίδα, πανέμορφη σαν Καρυάτιδα, ηθοποιός, χορεύτρια, καθηγήτρια κεντητικής, ελληνιστρια, οπαδός μια παγανιστικής βιοθεωρίας που ζήταγε επιστροφή στις φυσικές αξίες, δέκα χρόνια μεγαλύτερη από τον Σικελιανό, συναντήθηκε μαζί του το 1906, και μπήκε μέσα στον τυφώνα εκείνου του εικοσιτριάχρονου Αλαφροίσκιωτου. Παντρεύτηκαν την επόμενη χρονιά – και μετά δυο χρόνια γεννήθηκε ο γιος τους που τον είπανε Γλαύκο.

*** Ήταν ένας έρωτας αντάξιός τους, εμποτισμένος από τις λιμπερτινικές αρχές της Εύας και τις μυστικές ορμές του Αγγέλου. Ζήσαν το πάθος τους και τα πάθη τους μαζί και χώρια, όπως σε ταινία του σινεμά, αψηφώντας τον κόσμο και τις συμβάσεις των αστών του καιρού τους. Δικό τους παιδί ήσαν οι Δελφικές Γιορτές – μια μεγάλη ουτοπία ελευθερίας.

*** Ήταν ένα μεγάλο όνειρο που τους πήρε μέσα του για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Η ανασύσταση του κοσμου με κέντρο τους Δελφούς, η δημιουργία ενός ομφάλιου λώτρου που θα συνδέσει τον αρχαίο κόσμο και τον νεώτερο, που θα ενώσει το Πνεύμα και την Πράξη, τον άνθρωπο και τον Θεό. Ο Άγγελος έταξε σε τούτη την ιδέα την πένα του, η Εύα όλη της την ψυχή και την περιουσία της. Οι Δελφικές Γιορτές που γίνανε το 1927 στους Δελφούς με την παράσταση το Προμηθέα Δεσμώτη και επαναλήφθηκαν το 1930 με τις Ικέτιδες ουσιαστικά σήμαναν την οικονομική καταστροφή της Εύας, ο οποία σκηνοθετούσε, έκανε την χορογραφία, έφτιαξε τους αργαλειούς με τους οποίους ύφανε τα ρούχα των ηθοποιών. Ο Σικελιανός, γράφοντας μα σειρά δοκιμίων και ενεργοποιώντας το κύρος του, πέτυχε να θεσμοθετηθούν οι Δελφικές Γιορτές από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, ωστόσο η Εύα ήταν που ταξίδεψε στην Αμερική ψάχνoντας για χρηματοδότηση.

*** Η τύχη δεν την ευνόησε: Η υιοθέτηση των Γιορτών από το Ίδρυμα Ροκφέλερ ναυάγησε για μια ασήμαντη αφορμή. Το 1933 η Εύα ξαναταξίδεψε στην Αμερική για να βρει εκ νέου χρηματοδότες. Μα κάπου μέσα της ήξερε πως θα δεν θα ξαναέσμιγε με τον Άγγελο. Νωρίτερα το 1939 έδωσε την ευχή της στο Άγγελο να παντρευτή την Άννα Καραμάνη, άλλοτε σύζυγο του διάσημου πνευμονολόγου Γεώργιου Καραμάνη, και με μέχρι το τέλος της ζωής της συνέχισε να προπαγανδίζει τις Δελφικές Γιορτές, την υποψηφιότητα του Σικελιανού για το Νόμπελ, την οικονομική βοήθεια στην μετακαχοχική Ελλάδα. Επέστρεψε μολις το 1952, μόλις ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Αγγέλου, για να πεθάνει κάτω από τον ελληνικό ήλιο.

*** Φυσικά θάφτηκε στους Δελφούς, σε διπλανό τάφο με εκείνον.

*** (Έτσι έπρεπε.)

*** Τα χρόνια που πέρασε με την Άννα ήταν για τον Σικελιανό ο καιρός που έκανε την τελική του σούμα του στοχασμού: Δελφοί, Ελευσίνα, Ιερουσαλήμ, Ρώμη, Κνωσός, Πελοπόνησος του Πλήθωνα, Επίδαυρος του Ασκληπιού. Κι ακόμη, ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα, προτάσεις για την καθιέρωση της ελληνικής ως παγκόσμιας γλώσσας, δόντια νεκρών σκύλων που λάμπουν, τουδικαίου αστραπή και ελπίδα.

*** Ωσπου στις 19 Ιουνίου του 1951, στην Κλινική «Παμμακάριστος» ης Αθήνας, το αγόρι με το μαγνάδι έγινε ένα από τα μάγια της νύχτας του.

*** Πρέπει να το πω: Οι ξένες εγκυκλοπαίδειες τον βγάζουν έναν από τους μεγαλύτερους στον κοσμο λυρικούς ποιητές του αιώνα του, έχασε το Νόμελ μόνο από τις αντιδράσεις, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στα 1998 τον λογαριάζει για τον μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή του εικοστού αιώνα (δηλαδή: μεγαλύτερο κι από τον Καβάφη), εγώ ωστόσο, πέρα από το Άγραφον, δεν μπορώ να διαβάσω άλλο ποίημα του Σικελιανού.

*** Μήτε καν ποιήματα που, δίχως την παραμικρή επιφύλαξη, αναγνωρίζω ως μεγαλειώδη: τον Αλαφροϊσκιωτο, τη Μητέρα Θεού, την Ιερά Οδό, το Θαλερό.

*** Μοιάζει παράξενο: Λγες φορές έχω αναγνωρίσει στην ποίηση τόση μεγάλη λαχτάρα ελευθερίας όσο στους έξι τόμους του Σικελιανού – και λίγες φορές με έχουν κλωτσήσει τόσο οι διαστάσεις του μεγαλείου των νοημάτων, έτσι όπως τι προσδιόρισε ο ίδιος ο δημιουργός τους.

*** Να το πω όσο πιο απλά μπορώ: διαβάζω Σικελιανό και νιώθω πως μονίμως μου αναγγέλει.

*** (Πως δεν ζει μαζί μου, πώς δεν μοιράζεται κάτι με μένα.)

*** (Πως μου λέει τον καθολικό χρησμό του και με καλεί να το πιστέψω.)

*** Ήταν ο τρόπος που ο Σικελιανός κατανοούσε την ποίηση – ως μια δημόσια μαντεία. Προφανώς λογάριαζε τον ποιητή για προφήτη – ή για Μεσσία.

*** Εξάλλου δεν είναι τυχαίο ποιους τέσσερις είδε να υποδέχονται την ψυχή του Παλαμά: Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός.

*** Μα ο Ορφέας είχε κομματιαστεί από τις σκληρές γυναίκες της Θράκης. Ο Ηρακλειτος ήταν ένα σάρμα αποσπασμάτων. Ο Αισχύλος ήταν ο σπασμός του κακού που ριζώνει στην τραγική φύση του ανθρώπου.

*** Ο Σολωμός ητανε κάποιος που αντί να ενώσει τον κόσμο, αιματοτσάκισε τον εαυτό του.

*** Ο Σικελιανός θέλησε να σταθεί πλάι σε αυτούς αναγγέλοντας πως, πρώτος αυτός, πέτυχε το κατορθωμένο σώμα.

*** Δεν το πέτυχε – κι ευτυχώς. Αν κάτι τέτοιο γινόταν, η ποίηση θα απέμενε νεκρή.

*** Και για μένα το σώμα του Σικελιανού δεν είναι οι στίχοι – αυτοί που πίστευε πως ήταν όμοιοι με του Αισχύλου.

*** Το σώμα του Σικελιανού είναι η στάχτη που την πήρε ο αέρας.

*** Αυτή η στάχτη, αυτός ο άνεμος – να τι με νοιάζει.

*** Ο Σεφέρης, στον ευχαριστήριο λόγο του προς τη Σουηδική Ακαδημία, έκανε φυσικά λόγο και για τον Σικελιανό: νιώθοντας αμήχανα να μιλήσει για τα ποιήματα αυτά καθ’ αυτά, πηγαίνει τα λόγια του στο σμίξιμο του Διόνυσου με του τον Χριστό: «Στην Ελλάδα, ξέρετε, ο Διόνυσος είναι κι αυτός ένας Εσταυρωμένος».

*** Ο Σεφέρης ήξερε τι έλεγε. Αυτό σμίξιμο Διόνυσου και Χριστού ήταν πατέντα του Σικελιανού – κι ήτανε μια πατέντα κόντρα στην ιστορία και κόντρα στην λογική.

*** Είναι γνωστό το πόσο η θρησκεία του Χριστού, σαν έγινε εξουσία, πολέμησε την ελληνική αρχαιότητα. Είναι γνωστό το πώς κομματιάστηκε η Υπατία, το πώς εσφαγιάζονταν οι εθνικοί για κοντά έναν ολόκληρο αιώνα, το πώς καταστράφηκαν αγάλματα και κάηκαν βιβλία – για πολλούς, τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της ιστορίας. Κι ακόμη είναι γνωστό το πώς ονομάστκε ο Ιουλιανός και το γιατί κάηκαν τα βιβλία του Πλήθωνα.

***
Ο Νίτσε ήταν που στην τελευταία φράση του Ecce Homo, το γράφει καθαρά: «Ο Διόνυσος εναντίων του Εσταυρωμένου».


*** Ο Σικελιανός θέλησε να σμίξει το Διόνυσο με τον Εσταυρωμένο – με τον ίδιο τρόπο που θέλησε να σμίξει οτιδήποτε ένιωθε πως έκρυβε μέσα του θεϊκή σπίθα.

*** Την Παναγία, την Αγαύη, τη Μαγδαληνή, την Περσεφόνη, την Πυθία, τον Ασκληπιό, το θυσιασμένο Ρόδο, τη Δήμητρα, τον Ορφέα με τις γυναίκες του, τον Διόνυσο με τις γυναίκες του, τον Χριστό με τις γυναίκες του, την αρκούδα του τσιγγάνου, το δόντι του νεκρού σκύλου.

***
Όλα αυτά.

*** Ναι, ήταν μια δικιά του πατέντα, ανιστόρητη και καταδικασμένη – μα για μένα τούτη η πατέντα (αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «γήινο μύθο») είναι το μεγάλο αντίδωρο του Σικελιανού – για όλους μας.

*** (Μα ποιο είναι το δώρο, λοιπόν;)

*** Ο ίδιος το θέλησε ποίηση και θρησκεία. Μα κάποιος μπορεί να πει πως η ποίηση δεν γίνεται με εξαγγελίες και η θρησκεία δεν γίνεται με λυρικά συνθέματα και μυθολογικά κορφολογήματα ραμμένα με αστικό νήμα. Σε αυτό έσφαλαν πολλοί – σε αυτό έσφαλε και ο Σικελιανός.

*** Εξάλλου η ποίηση είναι στον αντίποδα της θρησκείας
.

*** Η ποίηση ταράζει και ερεθίζει. Η θρησκεία εκτονώνει και γαληνεύει.

*** Και η θρησκεία είναι ένα εκστατικό φαινόμενο απελπισμένων – πάντοτε ως τέτοιο γεννιέται και στη συνέχεια χειραγωγείται από την φιλοσοφία και την εξουσία.

*** (Για να θυμηθώ τον Γκάτσο: γίνεται πεπρωμένο.)

*** Ο αγώνας του Σικελιανού να φτιάξει μια νέα θρησκεία φτιάχνοντας μια νέα μυθολογική ταξη, έναν νέο ενοποιημένο πανανθρώπινο κόσμο, μια νέα αρχαία Ελλάδα ανταμωμένη με τον Ναζωραίο και την Παναγιά, ήταν μια αστική κατασκευή, καμωμένη από κείμενα.

*** Κι έτσι γέμισε δυο ή τρεις χιλιάδες σελίδες με μια φαντασμαγορία.

*** Αυτή θαρρώ είναι η τραγωδία του Σικελιανού: που γύρευε να ανεβάσει τον Ορφέα στον σταυρό του Χριστού, όχι ως κοινωνία αλλά ως ποιητική αλήθεια.

*** Που γύρευε να γράψει τραγωδίες όχι ως ποίηση αλλά ως κοινωνία.

***
Έτσι το αντίδωρό του μένει στα χέρια μας δίχως κατεύθυνση.

*** (Αυτή η στάχτη, αυτός ο άνεμος).

*** Για αυτό με ερεθίζει ο Σικελιανός: ήσαν τόσο τραγικός που δόθηκε στην τραγωδία του δίχως να την καταλάβει.

*** Κι ακόμη με ερεθίζει που αρνήθηκε τον φόβο του Θεού.


*** (Δηλαδή αυτό για το οποίο τον ψέγει ο Λορεντζάτος).

*** Κι ακόμη με βουρλαίνει που πήγε να αναστήσει πεθαμένους πιστεύοντας πως είναι ο ίδιος ένα κομμάτι του κατορθωμένου θαύματος.

*** Κανένας ποιητής του αιώνα του (μήτε ο Πάουντ, μήτε ο Έλιοτ, μήτε -φυσικά- ο Καβάφης, μήτε καν ο Ελύτης) δεν στόχευσαν σε ένα τέτοιο θάμπος.


*** Κανένας προφήτης ή φιλόσοφος του αιώνα του δεν θέλησε τόσην διαφάνεια.

*** Κι όμως εκείνος τα ζήτησε – είτε από εγωπάθεια, είτε από αγνότητα, είτε κι από τα δύο.


*** Μα, ποιο είναι, λοιπόν, και ποιο είναι το αντίδωρο και ποιο είναι το ακριβό δώρο;

*** Το πιο πιθανό: να παραχωθεί σε σεντούκια και χρονοντούλαπα μυρμυγκοφάγων – ή ακόμη να μείνει ως καρτποσταλικό παράδειγμα μιας αθώας μεγαλοστομίας άλλων καιρών.

*** Το πιο πιθανό: να κυλήσει ο χρόνος μας με μικρά καλοκαίρια και μεγάλους χειμώνες, μέρες γεμάτες με Ερινύες και ερημία, φαρμακωμένα βέλη και φαρμακερή λογική.

*** Το πιο πιθανό: να χάσουμε – ωστόσο.

*** Ωστόσο η νύχτα που ’ναι σπαρμένη με μάγια είναι δική μας υπόθεση – κι είναι δικό μας ρίσκο, κίνδυνος, απελπισία.

*** Γιατί στην άκρη της απελπισίας φυτρώνουν τα άγρια λουλούδια.

*** Τα λουλούδια που θαμπώνουν ακόμη και τυφλούς με τη μυρωδιά τους.

*** Ω ναι.

*** Λένε πως ένα ωραίο παραμύθι για τους Δελφούς – που πιθανώς και να μην είναι τόσο παραμύθι. Λένε πως όποιος ζήταγε χρησμό περνούσε από μα πύλη που έγραφε Γνώθι σαυτόν.

*** (Ως εδώ καλά).

*** Στο τέλος, όταν έπαιρνε τον χρησμό της Πυθίας, σαν έφευγε τον εβαζαν να περάσει κάτω από μια άλλη πύλη που τον ξεπροβόδιζε με μια μονάχα λέξη – μόλις μια συλαβή, δύο γράμματα.

*** Ει.

*** Που σημαίνει να είσαι.

*** Να είσαι αυτός που ψάχνει, που φεύγει, που συναντιέται με τον Θεό κι όμως συνεχίζει ελεύθερος.

*** Να είσαι αυτός που βαδίζει για τον θάνατό του.

*** Να είσαι ο μανιασμένος που σπέρνει με μάγια τη νύχτα.

*** Κι είναι, φευ, πάντοτε νωρίς – μα κανείς πρέπει να το αποφασίσει.

***
Ο Άγγελος Σικελιανός ίσως να απέτυχε ως ποιητής, όμως κατόρθωσε αυτό το Ει.

*** Να είσαι.

*** Να είσαι.

*** Να είσαι.

*** Κι εκείνος ο μανιασμένος Απόλλωνας ήταν και θα είναι.

*** Όχι τα ποιήματα, όχι οι στίχοι, όχι τα λόγια – μα το πύρωμα.

*** Το πύρωμα, το πύρωμα.

*** Αυτό είναι το ακριβότερο δώρο.

Θανάσης Τριαρίδης
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό MAUVE, τεύχος 4, Μάιος – Ιούνιος 2004.)

Πηγή

helectra


Κίονες του ναού του Απόλλωνα.

Οι Δελφοί το πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο του αρχαίου ελληνισμού παραμένει ακόμα και σήμερα ένας ισχυρός τόπος δύναμης, ένας τόπος όπου το φανταστικό και το πραγματικό συναντιούνται κάτω από το προστατευτικό φως του θεού Απόλλωνα. Ο «ομφαλός της γης», όπως είναι γνωστός ο τόπος μέχρι τις μέρες μας, βρίσκεται σε υψόμετρο 500-700 μ. χαρίζοντας στον επισκέπτη μια μοναδική θέα που συνδυάζει όλες τις φυσικές ομορφιές. Στην όμορφη αυτή περιοχή της αρχαίας Φωκίδας, ανάμεσα σε δύο πελώριους βράχους, τις Φαιδριάδες πέτρες, ήταν χτισμένο το Μαντείο των Δελφών, η δημιουργία του οποίου χάνεται μέσα στην αρχαιότητα. Το πώς και από ποιον δημιουργήθηκε αρχικά το Μαντείο δεν είναι εύκολο να βρεθεί, αφού πολλοί μελετητές θεωρούν ότι η δράση του ανάγεται στην προκατακλυσμιαία εποχή, γεγονός που ενισχύεται και από τις διάφορες θεότητες που το προστάτευαν στο διάβα της ιστορίας: η Γη, στη συνέχεια η Θέμιδα, έπειτα ο Απόλλωνας και ο Διόνυσος.

Καθώς η ιστορία άπλωνε περίτεχνα το πέπλο της πάνω από το Μαντείο των Δελφών, δημιουργήθηκαν διάφοροι μύθοι που εξιστορούσαν τις απαρχές του. Επομένως, είναι ιδιαίτερα δύσκολο έως και ακατόρθωτο για τον ιστορικό ερευνητή να διαπιστώσει αν υπάρχουν ψήγματα αλήθειας σε αυτές τις διηγήσεις, καθώς και να τις αποκωδικοποιήσει.
Ένας από τους πιο γνωστούς μύθους δημιουργίας του Μαντείου, ο οποίος διασώθηκε από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη μιλάει για έναν βοσκό, ο οποίος καθώς έβοσκε το κοπάδι του στην περιοχή διαπίστωσε ότι από ένα άνοιγμα, δίπλα στις Φαιδριάδες πέτρες, έβγαιναν διάφορες αναθυμιάσεις. Παρατήρησε μάλιστα ότι τα ζώα που πλησίαζαν στο άνοιγμα αποκτούσαν μια πολύ περίεργη συμπεριφορά. Πλησιάζοντας, λοιπόν, και ο ίδιος στο χάσμα για να δει τι συμβαίνει άρχισε να λέει διάφορα ακατάληπτα πράγματα πέφτοντας σε έκσταση, λόγια τα οποία εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι προέλεγαν τα μελλούμενα. Από τότε εγκαταστάθηκε στο σημείο εκείνο μια ιέρεια, η Πυθία και άρχισε να λειτουργεί το Μαντείο. Ένας άλλος μύθος θέλει τον ήρωα Παρνασσό, το όνομά του οποίου δόθηκε στο ομώνυμο βουνό, ν’ ανακαλύπτει σ’ εκείνη την περιοχή την οιωνοσκοπία, μαντεύοντας από τον τρόπο που πετούσαν τα πουλιά της περιοχής.

Στην Ομηρική Οδύσσεια, στην Ραψωδία Θ’ γίνεται αναφορά στο Μαντείο των Δελφών, χωρίς όμως να δίνονται επιπλέον πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο ίδρυσής του. Επιπλέον πληροφορίες παίρνουμε από άλλα τρία κείμενα: τον Ομηρικό Ύμνο στον Απόλλωνα και τις τραγωδίες Ευμενίδες του Αισχύλου και Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη. Σύμφωνα με τον Ομηρικό Ύμνο εις Απόλλωνα Πύθιον, ο Απόλλων έχτισε τον πρώτο του ναό στους Δελφούς, αφού σκότωσε πρώτα τον δράκοντα με μορφή φιδιού Πύθωνα, από το όνομα του οποίου φαίνεται να προήρθαν μετέπειτα και τα ονόματα Πυθώ, Πυθία, Πύθιος κλπ. Θέλοντας ο θεός να εξαγνίσει τον χώρο από τη παρουσία του θηρίου έφερε εκεί το ιερό του δέντρο, τη δάφνη, με την οποία έχτισε μάλιστα και τον πρώτο του ναό.

Στο μέρος αυτό χρησμοδοτούσε ο Απόλλων διά στόματος της Πυθίας, η οποία καθόταν πάνω σ’ ένα γήινο χάσμα από το οποίο έβγαιναν αναθυμιάσεις. Μάλιστα σύμφωνα με τον ύμνο, οι πρώτοι ιερείς του ναού ήταν Κρήτες, τους οποίους έσωσε ο ίδιος ο θεός με τη μορφή δελφινιού μεταφέροντάς τους στην πλάτη του σ’ εκείνη την περιοχή. Σε ερώτησή τους προς το θεό πως θα καταφέρουν να επιβιώσουν σε αυτό τον τόπο, εκείνοι που ήταν συνηθισμένοι να ζουν κοντά στη θάλασσα, ο θεός τους απάντησε ότι θα ζήσουν από τις προσφορές των πιστών. Έτσι, λοιπόν, φαίνεται ότι οι Κρήτες έφεραν στον τόπο τη λατρεία του Απόλλωνα Δελφίνιου και μάλλον από αυτούς ονομάστηκε το μέρος Δελφοί. Ο μύθος αυτός επιβίωσε σε διάφορες εορταστικές αναπαραστάσεις που λάμβαναν χώρα στους Δελφούς με αποκορύφωμα τα Πύθια, τα οποία περιελάμβαναν μουσικούς διαγωνισμούς κι αθλητικούς αγώνες και τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια.

Στην τραγωδία Ευμενίδες ο Αισχύλος μας παρουσιάζει μια διαφορετική εκδοχή. Η πρώτη προφήτισσα στους Δελφούς ήταν η θεά Γη την οποία διαδέχθηκε η κόρη της Θέμις. Στη συνέχεια ήρθε η Τιτάνιδα Φοίβη, κόρη επίσης της Γης και έπειτα ήρθε ο Απόλλων, ο οποίος προφανώς και ονομάστηκε Φοίβος από τη Φοίβη. Στο μύθο του Αισχύλου, ο Απόλλων φαίνεται να ήρθε από τη Δήλο και να εγκαταστάθηκε στον τόπο χωρίς να χρειαστεί να φονεύσει τον Πύθωνα.

Στην Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη, αναφέρεται ότι ο Απόλλων ενώ ήταν ακόμα βρέφος έφτασε μαζί με τη μητέρα του Λητώ από τη Δήλο στον Παρνασσό κι εκεί κατέλαβε το μαντείο, αφού πρώτα σκότωσε το τεράστιο τέρας που το φύλαγε. Η Γη όμως θύμωσε γιατί με αυτό τον τρόπο εκδιώχθηκε βίαια από το μαντείο η κόρη της η Θέμις κι άρχισε να στέλνει προφητικά όνειρα στους ανθρώπους, με σκοπό ν’ αποδυναμώσει τη δύναμη του θεού Απόλλωνα. Το πρόβλημα επιλύθηκε τελικά με παρέμβαση του Δία, ο οποίος πήρε το μέρος του Απόλλωνα δίνοντάς του την εξουσία.

Διαπιστώνουμε μέσα από αυτά τα χαρακτηριστικά παραδείγματα ότι υπήρχαν διάφοροι μύθοι σχετικά με το από ποιον και κάτω από ποιες συνθήκες ξεκίνησε να λειτουργεί το Δελφικό Μαντείο, το όποιο με τον καιρό εξελίχθηκε σε θρησκευτικό κέντρο της αρχαίας Ελλάδας.


Η Πυθία κρυμμένη πίσω από το παραπέτασμα δίνει χρησμούς μασώντας δάφνη και πίνοντας νερό από την Κασσιώτιδα πηγή.

Η πρακτική της χρησμοδοσίας

Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν διάφορα είδη μαντικής τα οποία χρησιμοποιούνταν και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή, όπως η οιωνοσκοπία, η σπλαγχνοσκοπία, η ονειρομαντεία, η κληρομαντεία, η αστρολογία κλπ. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν μοιρολάτρες. Αντιθέτως μελετούσαν τη φύση και προσπαθούσαν να διαβάσουν τα μηνύματά της ώστε να κατανοήσουν καλύτερα τις δομές του παρόντος και να μπορέσουν να πορευτούν σωστά και στο μέλλον. Δεν θα πρέπει επομένως να τους κρίνουμε με βάση τον σημερινό τρόπο σκέψης, μιας και ζούμε σε πολύ διαφορετικούς καιρούς. Επίσης, πριν προχωρήσουμε παρακάτω κι αρχίσουμε να μιλάμε για τη μαντική τέχνη όπως αυτή χρησιμοποιούνταν στο Δελφικό Μαντείο, καλό θα ήταν να επισημάνουμε τον πολύ χρήσιμο διαχωρισμό που επιχείρησε ο Δ. Δημόπουλος στο βιβλίο Στο άδυτο των ελληνικών μαντείων. Χωρίζει, λοιπόν, τη μαντική σε δύο είδη: την «έντεχνο μαντική» και την «ένθεο μαντική». Με τον όρο «έντεχνο μαντική» εννοεί κάθε μορφή μαντικής, η οποία γίνεται μέσω «προφητών», οι οποίοι προλέγουν το μέλλον διαβάζοντας διάφορα φυσικά σημάδια. Η μορφή αυτή δεν είναι όμως αξιόπιστη μιας και το αποτέλεσμα εξαρτάται άμεσα από την ευσυνειδησία αλλά και την ερμηνευτική ικανότητα των λειτουργών του. Ενώ, η «ένθεος μαντική» αναφέρεται στις προφητείες που δίνονταν στους πιστούς από τον ίδιο τον θεό μέσω των αντιπροσώπων του. Τέτοια είναι κι η περίπτωση του Δελφικού Μαντείου, όπου η Πυθία χρησμοδοτούσε διά στόματος του θεού. Αυτό είναι και το είδος της μαντικής τέχνης που εξυψώνει τον άνθρωπο, γι’ αυτό και δεν θα πρέπει να υποβιβάζεται στο επίπεδο της «εντέχνου μαντικής». Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι το μόνο είδος μαντικής που έχει επιβιώσει και χρησιμοποιείται μαζικά από εκατομμύρια ανθρώπους είναι η «έντεχνος μαντική», ενώ η «ένθεος μαντική» χάθηκε μαζί με την καταστροφή των μαντείων.

Όπως ήταν φυσικό, οι πιστοί είχαν σε πολύ υψηλή εκτίμηση τους χρησμούς που έδινε το Μαντείο καθώς θεωρούσαν ότι τους μιλάει ο ίδιος ο Απόλλων. Η Πυθία και οι ιερείς του Μαντείου ήταν απλά τα φερέφωνα του θείου λόγου. Η πρόσβαση στο Μαντείο ήταν ελεύθερη σε κάθε πιστό που ήθελε να συμβουλευτεί τον θεό, όχι όμως και σε οποιοδήποτε ήθελε να παρίσταται στην τελετή από περιέργεια. Η είσοδος στο ιερό απαγορευόταν μόνο στις γυναίκες. Μπορούσαν όμως να στείλουν κάποιον αντιπρόσωπο για να θέσει στην Πυθία αντί γι’ αυτές τα ερωτήματά τους.

Ο Πλούταρχος στα Ηθικά αναφέρει ότι η Πυθία αρχικά χρησμοδοτούσε μια φορά τον χρόνο, στις 7 του μήνα Βυσίου (μέσα Φεβρουαρίου-Μαρτίου), μέρα των γενεθλίων του Απόλλωνα. Από τον 6ο αιώνα π.Χ. όμως που οι πιστοί άρχισαν να πληθαίνουν, το Μαντείο άρχισε να χρησμοδοτεί στις 7 κάθε μήνα, πλην των «αποφράδων ημερών», όπου δεν μπορούσε να δώσει χρησμό η Πυθία και τους τρεις χειμερινούς μήνες, τότε που ο Απόλλωνας ταξίδευε στους Υπερβορείους και την εξουσία του ιερού χώρου αναλάμβανε ο αδερφός του Διόνυσος.

Η διαδικασία που θα έπρεπε ν’ ακολουθήσουν όλοι όσοι ζητούσαν χρησμό ήταν η εξής: κατ’ αρχήν πριν μπουν στο άδυτο, έπρεπε να πληρώσουν στους ιερείς τον «πέλανο», ένα είδος γλυκού, και να φέρουν κάποια ζώα για τις θυσίες που γίνονταν πριν τη χρησμοδοσία. Επίσης, έπρεπε να γνωστοποιήσουν στους ιερείς εκ των προτέρων τα ερωτήματά τους. Στη συνέχεια καθοριζόταν με κλήρωση η σειρά με την οποία θα έμπαιναν στο ιερό για να πάρουν τον χρησμό τους. Σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, κάποιοι πιστοί απολάμβαναν για τιμητικούς λόγους το δικαίωμα της «προμαντείας», έπαιρναν δηλαδή χρησμό πριν από τους υπόλοιπους. Σημαντικό ρόλο στην όλη διαδικασία έπαιζε ο εξαγνισμός στην Κασταλία πηγή, που αφορούσε τόσο την Πυθία όσο και τους ιερείς και αυτούς που ζητούσαν χρησμό. Αφού, λοιπόν, εξαγνίζονταν έμπαιναν μέσα στο άδυτο κι οδηγούνταν σε μία ειδική θέση μπροστά στη Πυθία, χωρίς όμως να μπορούν να τη δουν. Τους χώριζε ένα παραπέτασμα. Η Πυθία μασώντας φύλλα δάφνης και πίνοντας νερό από την Κασσωτίδα πηγή άκουγε τα ερωτήματά και χρησμοδοτούσε. Οι χρησμοί ήταν συνήθως έμμετροι, σε δακτυλικό εξάμετρο αν και καθοριστικό ρόλο για το ποιο ακριβώς θα ήταν το μέτρο του χρησμού έπαιζε πάντα το είδος του, σε ποιον δινόταν αλλά και ο βαθμός του προβλήματος. Κάποιες φορές η Πυθία κατέφευγε και σε κληρομαντεία, ειδικά όταν τα ερωτήματα αφορούσαν διαζευκτικές ερωτήσεις κι όταν δεν υπήρχε πολύς χρόνος για χάσιμο. Επειδή ο λόγος της Πυθίας ήταν συνήθως δυσκολονόητος και γεμάτος γρίφους, οι ιερείς του ναού καλούνταν ν’ αποκωδικοποιήσουν και να μεταφέρουν το μήνυμα του θεού στους χρηστηριαζόμενους.

Είπαμε όμως λίγο πιο πάνω ότι υπήρχαν κάποιες μέρες που η Πυθία δεν μπορούσε να χρησμοδοτήσει. Οι ιερείς του Μαντείου για να διαπιστώσουν αν ο θεός επιθυμούσε να απαντήσει μέσω της Πυθίας στις ερωτήσεις των πιστών κατέβρεχαν με κρύο νερό μια κατσίκα. Αν το ζωντανό έτρεμε, τότε εκείνη τη μέρα μπορούσε να χρησμοδοτήσει η Πυθία. Αν δεν έτρεμε, τότε όλοι οι πιστοί καλούνταν να έρθουν μια άλλη μέρα. Ο Πλούταρχος, ο οποίος υπήρξε κι ο ίδιος ιερέας του Δελφικού Μαντείου, κάνει λόγο για μια περίπτωση όπου ενώ η κατσίκα δεν άρχισε να τρέμει, οι ιερείς της έριξαν παγωμένο νερό ώστε να εκβιάσουν τη διαδικασία. Η Πυθία άρχισε να χρησμοδοτεί εκείνη τη μέρα παρά τη θέληση τη δική της αλλά και του θεού. Από το στόμα της όμως άρχισαν να βγαίνουν κάποιες άναρθρες κραυγές λες και είχε καταληφθεί από δαίμονα και ουρλιάζοντας πετάχτηκε έξω από το ιερό, τρομάζοντας όλους όσοι παρευρίσκονταν μέσα σ’ αυτό. Σε λίγες μέρες η Πυθία πέθανε.


Πίνακας του Εντιμότατου Τζον Μάλερ Κόλερ με τίτλο Η ιέρεια των Δελφών.

Πυθία, η εκπρόσωπος του Απόλλωνα

Η Πυθία για να αποσαφηνίσουμε μια συχνή παρανόηση δεν ήταν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά τίτλος που δινόταν στις προφήτισσες του Απόλλωνα που επιλέγονταν για να αφιερώσουν τη ζωή τους στην υπηρεσία του. Αρχικά, οι πρώτες Πυθίες ήταν νεαρές, παρθένες κοπέλες. Μετά από ένα συμβάν όμως όπου ένας άνδρας που είχε έρθει να ζητήσει χρησμό, ερωτεύτηκε μια Πυθία και την έκλεψε, οι Πυθίες ήταν γυναίκες προχωρημένης ηλικίας, γύρω στα 50, συνήθως παντρεμένες με παιδιά. Από τη στιγμή όμως που μια γυναίκα με οικογένεια καλούνταν να υπηρετήσει τον Απόλλωνα, εγκατέλειπε το σπίτι και την οικογένειά της κι έμενε σ’ ένα συγκεκριμένο οίκημα εντός του ναού για να διατηρείται αμόλυντη. Φορούσε άσπρα ρούχα και ζούσε με βάσει τους κανονισμούς που της είχαν θέσει εξ αρχής οι ιερείς. Δεν χρειαζόταν να έχει κάποια συγκεκριμένη μόρφωση, ούτε και κάποιες ικανότητες ενόρασης ή διορατικότητας. Στην αρχή ήταν μία η Πυθία. Όσο όμως τα χρόνια περνούσαν κι η φήμη του Μαντείου μεγάλωνε οι Πυθίες ήταν συνήθως τρεις.

Το ποιες ακριβώς ήταν αυτές οι γυναίκες, με ποια κριτήρια επιλέγονταν αλλά και πως ακριβώς έρχονταν σε επαφή με το θείο και χρησμοδοτούσαν, είναι ερωτήσεις που δύσκολα μπορούν να βρουν απάντηση. Παρ’ όλο που έχουν σωθεί πολλές μαρτυρίες ανθρώπων που είτε διετέλεσαν ιερείς του ναού, είτε έφτασαν στους Δελφούς για να ζητήσουν τη συμβολή του θεού, η αρχαιολογική σκαπάνη δεν έχει φέρει μέχρι στιγμής στο φως κάποια ευρήματα που θα μπορούσαν να διαλευκάνουν το μυστήριο της χρησμοδοσίας. Μάλιστα, η έρευνα των αρχαιολόγων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σ’ αυτή την περιοχή δεν υπήρχε κάποιο χάσμα γης απ’ το οποίο να εκλύονταν αναθυμιάσεις. Όπως καταλαβαίνουμε, το κουβάρι περιπλέκεται ακόμα περισσότερο γεννώντας νέα ερωτήματα.

Το Μαντείο κι ο ρόλος του στην αρχαία ελληνική ιστορία

Όσο παράξενη και να μας φαίνεται σήμερα όλη αυτή η διαδικασία, θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν προβλημάτιζε καθόλου τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι έσπευδαν σωρηδόν για να συμβουλευτούν το Μαντείο. Η εμπιστοσύνη τους στη δύναμη του Μαντείου ήταν τόσο μεγάλη που το συμβουλεύονταν για πλείστα θέματα, τόσο για πολιτικά όσο και για προσωπικά ζητήματα. Όχι μόνο φτωχοί άνθρωποι αλλά και βασιλιάδες κατέφευγαν στο Μαντείο ή έστελναν τους αντιπροσώπους τους προκειμένου να ζητήσουν βοήθεια από τον θεό. Πολλές φορές κατέφθαναν και αντιπροσωπείες από πόλεις που είχαν πληγεί από κάποια φυσική καταστροφή και ζητούσαν εξιλέωση. Σε περιόδους κρίσης το πρώτο πράγμα που έκαναν οι Έλληνες πριν αναλάβουν δράση ήταν να συμβουλευτούν το Μαντείο. Ο πιο σημαντικός ρόλος όμως που έπαιξε το Μαντείο των Δελφών έχει να κάνει με τη στάση που κράτησε και τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τους αποικισμούς που έλαβαν χώρα τον 8ο – 6ο αιώνα π.Χ.


Ο Ορέστης κατέφυγε στο Μαντείο για να ζητήσει εξιλέωση από τον Απόλλωνα για το δολοφονία της μητέρας του.

Κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων οι Έλληνες αποίκισαν τα παράλια της Μικράς Ασίας, τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο Πόντο, την Κάτω Σικελία και έφτασαν μέχρι και τα παράλια της Αφρικής, ιδρύοντας εκατοντάδες αποικίες, οι περισσότερες εκ των οποίων επρόκειτο να σημειώσουν μια λαμπρή πορεία που έμελλε να αλλάξει για πάντα τον ελληνισμό και τον υπόλοιπο κόσμο. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της επιτυχίας θα πρέπει ν’ αποδοθεί και στο Μαντείο των Δελφών ο ρόλος του οποίου, όπως φαίνεται από τα ιστορικά στοιχεία, ήταν μείζονος σημασίας.
Οι άποικοι ξεκινώντας να καταλάβουν μια ξένη περιοχή, πολύ μακριά από τη γενέτειρά τους γνώριζαν πολύ καλά ότι θα καλούνταν ν’ αντιμετωπίσουν μεγάλους κινδύνους. Γι’ αυτό και είχαν ανάγκη από τη βοήθεια και την ευλογία των θεών, την οποία επιδίωκαν να ζητήσουν από τον θεό Απόλλωνα, μιας και το Μαντείο αποτελούσε εκείνη την εποχή το κατεξοχήν θρησκευτικό κέντρο του Ελλαδικού χώρου. Ο Απόλλωνας, όπως φαίνεται από τους χρησμούς που έχουν σωθεί, άλλες φορές έδινε απλά τη συγκατάθεση και την ευλογία του κι άλλες φορές τους υποδείκνυε ακόμα και σε ποια ακριβώς περιοχή να πάνε ή όριζε ο ίδιος τον επικεφαλής του αποικισμού.


Εκατοντάδες τουρίστες κάθε χρόνο επισκέπτονται τους Δελφούς για να νιώσουν τη μαγεία που εκπέμπει αυτός ο τόπος.

Ενδεικτικά παραθέτουμε έναν μεταφρασμένο χρησμό που δόθηκε από το Μαντείο στον Περδίκκα τον Α’ σχετικά με τον αποικισμό των Αιγών (όπου αίγα=κατσίκα), της πρώτης πρωτεύουσας των Μακεδόνων. Του είπε λοιπόν ο θεός:

Υπάρχει βασιλική δύναμη γης πλουτοφόρας
για τους ευλαβείς γιους του Τημένου, γιατί τη
δίνει ο Δίας που κρατά αιγίδα. Όμως πήγαινε
γρήγορα στη Βοττιαία γη με τα πολλά κοπάδια.
Κι εκεί, όπου θα συναντήσεις ασημοκέρατες
γίδες άσπρες σαν το χιόνι να κοιμούνται, στο
έδαφος εκείνης της γης θυσίασε στους
μακάριους θεούς και χτίσε την ακρόπολη της
πόλης.

Το Μαντείο των Δελφών κατάφερνε επί αιώνες να συσπειρώνει θρησκευτικά τους απανταχού Έλληνες συνδυάζοντας αρμονικά τη λογική και τη μεταφυσική, κάτι που στις μέρες μας θεωρείται ιδιαίτερα δύσκολο, έως κι ακατόρθωτο. Το Μαντείο κατόρθωσε να παραμείνει ζωντανό όλους αυτούς τους αιώνες της ακμής του ελληνικού πολιτισμού. Ακόμα κι όταν εκείνος παρήκμασε προσπάθησε με κάθε δυνατό τρόπο να κρατηθεί και να συνεχίσει το έργο του. Μόνο όταν η παλιά θρησκεία πέθανε οριστικά μέσα στις καρδιές των ανθρώπων κι αντικαταστάθηκε από τον χριστιανισμό, μόνο τότε το Μαντείο έπαψε να λειτουργεί κι η Πυθία σταμάτησε να χρησμοδοτεί στο όνομά του Απόλλωνα. Γνωστός είναι άλλωστε ο χρησμός που δόθηκε από το Μαντείο στον αυτοκράτορα Ιουλιανό που προσπαθώντας ν’ αναβιώσει την αρχαία ελληνική πίστη επιχείρησε ν’ αναβιώσει και πάλι το Μαντείο:

Να πείτε στον βασιλιά ότι σωριάστηκε κάτω η
πλουμιστή αυλή. Ο Φοίβος δεν έχει πια κατοικία
ούτε προφητική δάφνη ούτε πηγή που μιλά. Και
το φλύαρο νερό έχει στερέψει.

Συγγραφέας: Ράνια Ιωάννου (melian)
Αρθρο μέλους

Αναδημοσίευση από εδώ

helectra