Posts Tagged ‘Καζαντζάκης’

*** Ένας παλιός σφραγιλόθος των Γνωστικών. Ένας εσταυρωμένος κάτω από το φεγγάρι και την νύχτα. Από κάτω η επιγραφή: ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC.

*** Αυτό είναι ένα αντίδωρο – μα κάθε αντίδωρο προϋποθέτει το δώρο. Λάμπει η νύχτα – για να δούμε.

*** Λένε πως ο Απόλλωνας ήταν κάποιος που δεν βάκχιζε. Και ακόμη πως ο Διόνυσος ήτανε κάποιος που δεν νοούσε. Κι άμα κάπου συναντηθούν ο έξαλλος Διόνυσος και ο τρομερός Απόλλωνας έχουμε την τραγωδία.

*** Κάπως έτσι.

*** Κάμποσες φορές μέσα στον χρόνο των ανθρώπων που συναντήθηκαν ετούτοι οι δυο.

*** (Λένε πως συναντήθηκαν και ένα βράδυ στο Όρος των Ελαιών).

*** (Κι ο σκοτεινός φιλόσοφος της Εφέσου το είχε εξαγγείλει: Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο).

*** Κι ακόμη, πολλοί κι αυτοί που θέλησαν να γυρέψουν τον τρόπο ετούτης της συνάντησης. Φυσικά, οι περισσότεροι τον φαντασιώθηκαν ως ρομαντική ονειροπόληση, ως θεωρία, ως πνευματικό ορίζοντα.

*** Λίγοι, ελάχιστοι το προχωρήσανε παραπέρα.

***
Ο Φρειδερίκος Νίτσε, ας πούμε, έκανε την αναζήτηση του τραγικό σπασμό και αυτοδιαμελισμό – και σφράγισε τον αιώνα που έρχονταν.

*** Στον αντίποδά του Νίτσε, ο Άγγελος Σικελιανός γύρεψε την τραγική γαλήνη, την τραγική ενότητα του κόσμου.

*** Ο Νίτσε λογάριαζε ετούτη τη συνάντηση ως όρο εξανθρωπισμού του ανθρώπου. Λαχτάρισε τόσο την τραγωδία που στο τέλος την έζησε ο ίδιος – ίσως περισσότερο από κάθε άλλον.

***
Ο Σικελιανός πίστεψε πως στη συνάντηση αυτή φωλιάζει η πρώτη σπίθα του Θεού. Και θέλησε τούτη τη σπίθα να την δώσει στους ανθρώπους.

***Απέτυχε – όμως απέτυχε όπως έπρεπε.

*** Για τούτη την αποτυχία και για τούτον τον Σικελιανό μιλάω – όσο και όπως μπορώ.

*** ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC – ποιος είναι ποιος;

*** Πρώτα από όλα: 18 Μαρτίου του 1884 – 19 Ιουνίου του 1951.

*** Δηλαδή: γεννήθηκε και πέθανε – παρ’ όλο που κάμποσες φορές στη ζωή του αμφέβαλε και για τα δυο.

*** Μια αστραπή.

*** Ένας θεατρίνος, ένας μάρτυρας, ένας νάρκισσος, ένας προφήτης, ένας εγωπαθής, ένας ιεροφάντης, ένας τσαρλατάνος, ένας δρυίδης, ένας προικοθήρας, ένας ένθεος επαναστάτης, ένας ψεύτης, ένας φιλόσοφος, ένας αποτυχημένος, ο μεγαλύτερος ποιητής τον αιώνων.

*** Μπορεί κανείς να αφεθεί σε μιαν ατέλειωτη σειρά στίχων που παλεύουν να περικλείσουν τον κόσμο. Ή πάλι σε έναν καταρράχτη στιγμών μανίας και θεριεμένων ονείρων.

*** Στην αρχή του ήτανε ένας στίχος του Σολωμού – ένας στίχος διόλου ρητορικός.

*** Αλαφροίσκιωτε, καλέ, για πες μου απόψε τι ’δες;


*** Κι αφού πέτρασε την αδιανόητη θάλασσα του κόσμου, ο Άγγελος Σικελιανός κατέληξε στο ζευγάρωμα του αρχικού στίχου.

*** Νύχτα γιομάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια.

*** ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC σου λέω.

*** Ηχήστε σάλπιγγες: Ο Άγγελος Σικελιανός ήτανε ο τελευταίος αρχαίος έλληνας και Πίνδαρος και Ηράκλειτος και Αισχύλος – έτσι του ταίριαζε. Ήτανε ο πρώτος Απολλώνιος Χριστιανός – πιθανώς ο δεύτερος μετά τον Άρειο, πιθανώς ο τρίτος μετά τον Πλήθωνα. Ήτανε μανιασμένος βασιλιάς και γαλήνιος προφήτης και σκοτεινός φιλόσοφος- έτσι του ταίριαζε. Ήτανε Ορφέας, Σίβυλλα, Σφίγγα, Θησέας, Βαφτιστής, Ναζωραίος, Παναγία και Μαγδαληνή. Όλα αυτά μαζί κι άλλα χίλια – έτσι του ταίριαζε.

*** Ήτανε κάποιος που μπορούσε να αντέχει την συντριβή του – ακριβώς γιατί δεν την καταλάβαινε.

*** Να γιατί ήταν ο αντίποδας του μανιασμένου τραγικού φιλοσόφου: Θαρρώ πως ο Νίτσε ήταν ο Πενθέας του καιρού του. Ο Σικελιανός ήταν -ή θάρρεψε- πως ήταν ο Προμηθέας.

*** Φυσικά πυρφόρος και μόνο πυρφόρος – στο νου δεν χωρούσε μήτε δεσμώτης, μήτε λυόμενος, μήτε τίποτε άλλο.

*** Έτσι θάρρευε τον κόσμο.

*** Κι αυτό το «θάρρευε» είναι που με κεντρίζει με τον Σικελιανό.

*** Όχι το αποτέλεσμα – το ό,τι θάρρευε.

*** Ναι εξηγηθώ: Για μένα ο Σικελιανός δεν είναι αυτά που έγραψε – αυτά που μένουν. Για μένα ο Σικελιανός είναι αυτά που ζήτησε – αυτά που λαχτάρισε, αυτά που πεθύμησε.

*** Δηλαδή αυτά που φεύγουν και χάνονται για πάντα.

*** Θα προσπαθήσω να γίνω κατανοητότερος παρακάτω.

*** Το ξημέρωμα της 18ης Μαρτίου του 1884 οι μαμές που είχαν παρασταθεί στην γένα του έβδομου παιδιού της Χαρίκλειας Σικελιανού, το γένος Στεφανίτση, συζύγου του καθηγητή ξένων γλωσσών του Γυμνασίου της Λευκάδας, Ιωάννη Σικελιανού, είχαν να διηγηθούν πως το παιδί γεννήθηκε με μαγνάδι στο πρόσωπο (με εκείνο το κομμάτι του αμνιακού σάκου που ονομάζουμε προσωπίδα) και για αυτό στη ζωή του θα ήσαν ευλογημένο από την τύχη. Το αγόρι εκείνο μεγαλώνοντας έμαθε, βέβαια, την ιστορία και του καλοφάνηκε ιδιαίτερα – από τότε που θυμόταν τον εαυτό του ένιωθε πως είχε στη ζωή του μέγα προορισμό κι όλα τα σημάδια συνηγορούσαν για κάτι τέτοιο.

*** Το αγόρι με το μαγνάδι ήταν ο Άγγελος Σικελιανός – κι έταξε τον εαυτό του για εραστή της μάνας γης και νύμφιο του πατέρα ουρανού.

*** Υπάρχει μια ιστορία για τον Σικελιανό που -αν είναι αληθινή- τα λέει σχεδόν όλα για εκείνον τον μανιασμένο Απόλλωνα. Την καταγράφει (αν την καταγράφει) ο Καζαντζάκης στην Αναφορά του στον παππούλη κρητικό του Τολέδο.

*** Κάποτε, στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, λίγο πριν από το ταξίδι τους στο όρος ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης έμεναν στο ίδιο σπίτι. Η γυναίκα του Άγγελου Εύα Πάλμερ – Σικελιανού του στέλνει ένα γεμάτο φέρετρο. «Βουδάκι μου, ο γείτονάς μας ο ράφτης πέθανε και σου τον στέλνω να τον αναστήσεις.»

*** Ο Καζαντζάκης έστησε μάτι κι αυτί: τώρα θα φανεί αν είναι ένας θεατρίνος ή πραγματικά πιστεύει. Άραγε θα τολμήσει την συντριβή του ή θα κάνει πίσω;

*** «Όλη τη νύχτα άκουγα σιγανά μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει. Όλη τη νύχτα’ κι ευθύς ύστερα βήματα βαριά απάνω κάτω, πολλή ώρα, και πάλι μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει.»

*** Το πρωί ο Καζαντζάκης αντίκρισε έναν Σικελιανό αμίλητο και κάτωχρο – σαν φάντασμα. Είχε παλέψει να αναστήσει τον νεκρό σαν τον προφήτη Ελισσαίο, ξαπλώνοντας γυμνός απάνω του και φυσώντας του πνοή στο σώμα. Του κάκου.

*** Ο Καζαντζάκης τον πήρε με το ζόρι για βόλτα στην ακροθαλασσιά για να τον ηρεμήσε. Κάποτε ο Σικελιανός μίλησε: «Ντρέπουμαι. Η ψυχή, λοιπόν, δεν είναι παντοδύναμη».

*** (Εδώ που τα λέμε, ακόμη κι αν η ιστορία είναι μια κατασκευή του Καζαντζάκη, είναι, το δίχως άλλο, μια καλή ιστορία.)

*** Μια άλλη ιστορία με το Σικελιανό στο κέντρο της, είναι ήδη μέρος της νεοελληνικής μυθολογίας – ένα από τα αστραφτερότερα διαμάντια της. Στις 28 του Φλεβάρη του 1943, ημέρα Κυριακή, οι σκλαβωμένοι και ρημαγμένοι από την πείνα Έλληνες κήδεψαν τον Κωστή Παλαμά στο Πρώτο Νεκροταφείο της Αθήνας. Ο Σικελιανός, ίδιος με αρχαίο Θεό, έχει γράψει ποίημα για να το διαβάσει πάνω από τον ανοιχτό τάφο. Ηχήστε σάλπιγγες. Καμπάνες βροντερές δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα.

*** Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη στιγμή: Όσοι βρέθηκαν κοντά του εκείνη τη στιγμή -και δεν ήσαν λίγοι- είδανε έναν άνθρωπο πέρα από τον εαυτό του, να στηρίζει την Ελλάδα, ή ό,τι λογάριαζε εκείνος για Ελλάδα, σε ένα φέρετρο. Ήτανε τόσο μανιασμένος, τόσο έμπυρος που το κατάφερε.

*** (Και μετά όταν τραγουδούσανε τον Ύμνο του Σολωμού, όσοι ανταμώθηκαν με το βλέμμα του ένιωσαν κάτι από εκείνο το πύρωμα – ο Ελύτης ήταν ένας από αυτούς.)

*** Όλοι όσοι πέρασαν από κοντά του κράτησαν ένα κομματάκι από τούτο το πύρωμα. Ο Σεφέρης θυμόταν μια επίσκεψή του στο νοσοκομείο, μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, κάπου στα 1950: «Είδα το μαύρο, ήταν απόλυτα ωραίο» του είπε ο Σικελιανός.

*** Ήταν μανιασμένος για Θεό – για κάθε λογής Θεό. Κάποτε είπε -και πάλι του Καζαντζάκη-: Αισθάνομαι πως έχω τόσο πολύ Θεό μέσα μου, που αν αγγίξεις το χέρι μου αισθάνομαι πως θα πετάξει σπίθες. Ο Καζαντζάκης απέφυγε – για να το μετανιώσει αργότερα.

*** Ο Ελύτης καταγράφει το καιριότερο: Ένα μεσημέρι του καλοκαιριού του 1946 πήγε στο ψηλοτάβανο σπίτι του Σικελιανού για να του αφήσει βιβλία σχετικά με τον Υπερρεαλισμό. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, η Άννα Σικελιανού έλειπε: «…Τότε αντίκρισα μιαν εικόνα που θα μου μείνει αξέχαστη: ο Σικελιανός, όρθιος, ξιπόλητος, με ένα μακρύ νυχτικό που έπεφτε σαν αρχαία χλαμύδα επάνω του, έτρωγε ένα τσαμπί σταφύλι! Κάθε τόσο το ύψωνε από το ανιχτό παράθυο και το καμάρωνε στο φως. Να τος. Αυτός ήταν. (…) Αυτός που τον έλεγαν θεατρίνο, και που τον είχα τσακώσει σε μια στιγμή που κανένας θεατής δεν υπήρχε, κι όμως ίδιον, ολόιδιον, όπως τον ξέραμε από τα ποιήματά του, φυσικά μεγαλόπρεπο και αυτάρκη μέσα στη θεϊκή του απλότητα.»

*** (Ίσως αυτή η εικόνα να εξηγεί το γιατί ο Ελύτης ήταν αυτός που τρεις και τέσσερις δεκαετίες αργότερα ήταν ο μόνος που είδε τον ελληνικό κόσμο του Σικελιανού ως μυθιστορηματική διαφάνεια.)

*** Υπάρχουν πολλές ακόμη ιστορίες για τον Σικελιανό – αναρρίθμητες. Οι χυδαιότερες αφορούν τον τρόπο που διάφορα φασιστάκια τον απέκλεισαν από την Ακαδημία Αθηνών, ή τον τρόπο που τα ίδια φασιστάκια της Ακαδημίας Αθηνών, με αρχηγό τον Σπύρο Μελά, πάλεψαν να μην δοθεί τον Νόμπελ της Λογοτεχνίας σε έναν «ύποπτο αναρχοκομμουνιστή».

*** Οι πιο περιπλεγμένες έχουν να κάνουν την σχέση του με τις γυναίκες – τους γάμους του, τις ερωμένες του, τους θρύλους που κύκλωσαν την σεξουαλικότητά του.

*** (Είπαμε: ΟΡΦΕOC ΒΑΚΧΟC – αυτό.)

*** Η Εύα Πάλμερ: Μια ζάπλουτη αμερικανίδα, πανέμορφη σαν Καρυάτιδα, ηθοποιός, χορεύτρια, καθηγήτρια κεντητικής, ελληνιστρια, οπαδός μια παγανιστικής βιοθεωρίας που ζήταγε επιστροφή στις φυσικές αξίες, δέκα χρόνια μεγαλύτερη από τον Σικελιανό, συναντήθηκε μαζί του το 1906, και μπήκε μέσα στον τυφώνα εκείνου του εικοσιτριάχρονου Αλαφροίσκιωτου. Παντρεύτηκαν την επόμενη χρονιά – και μετά δυο χρόνια γεννήθηκε ο γιος τους που τον είπανε Γλαύκο.

*** Ήταν ένας έρωτας αντάξιός τους, εμποτισμένος από τις λιμπερτινικές αρχές της Εύας και τις μυστικές ορμές του Αγγέλου. Ζήσαν το πάθος τους και τα πάθη τους μαζί και χώρια, όπως σε ταινία του σινεμά, αψηφώντας τον κόσμο και τις συμβάσεις των αστών του καιρού τους. Δικό τους παιδί ήσαν οι Δελφικές Γιορτές – μια μεγάλη ουτοπία ελευθερίας.

*** Ήταν ένα μεγάλο όνειρο που τους πήρε μέσα του για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Η ανασύσταση του κοσμου με κέντρο τους Δελφούς, η δημιουργία ενός ομφάλιου λώτρου που θα συνδέσει τον αρχαίο κόσμο και τον νεώτερο, που θα ενώσει το Πνεύμα και την Πράξη, τον άνθρωπο και τον Θεό. Ο Άγγελος έταξε σε τούτη την ιδέα την πένα του, η Εύα όλη της την ψυχή και την περιουσία της. Οι Δελφικές Γιορτές που γίνανε το 1927 στους Δελφούς με την παράσταση το Προμηθέα Δεσμώτη και επαναλήφθηκαν το 1930 με τις Ικέτιδες ουσιαστικά σήμαναν την οικονομική καταστροφή της Εύας, ο οποία σκηνοθετούσε, έκανε την χορογραφία, έφτιαξε τους αργαλειούς με τους οποίους ύφανε τα ρούχα των ηθοποιών. Ο Σικελιανός, γράφοντας μα σειρά δοκιμίων και ενεργοποιώντας το κύρος του, πέτυχε να θεσμοθετηθούν οι Δελφικές Γιορτές από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, ωστόσο η Εύα ήταν που ταξίδεψε στην Αμερική ψάχνoντας για χρηματοδότηση.

*** Η τύχη δεν την ευνόησε: Η υιοθέτηση των Γιορτών από το Ίδρυμα Ροκφέλερ ναυάγησε για μια ασήμαντη αφορμή. Το 1933 η Εύα ξαναταξίδεψε στην Αμερική για να βρει εκ νέου χρηματοδότες. Μα κάπου μέσα της ήξερε πως θα δεν θα ξαναέσμιγε με τον Άγγελο. Νωρίτερα το 1939 έδωσε την ευχή της στο Άγγελο να παντρευτή την Άννα Καραμάνη, άλλοτε σύζυγο του διάσημου πνευμονολόγου Γεώργιου Καραμάνη, και με μέχρι το τέλος της ζωής της συνέχισε να προπαγανδίζει τις Δελφικές Γιορτές, την υποψηφιότητα του Σικελιανού για το Νόμπελ, την οικονομική βοήθεια στην μετακαχοχική Ελλάδα. Επέστρεψε μολις το 1952, μόλις ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Αγγέλου, για να πεθάνει κάτω από τον ελληνικό ήλιο.

*** Φυσικά θάφτηκε στους Δελφούς, σε διπλανό τάφο με εκείνον.

*** (Έτσι έπρεπε.)

*** Τα χρόνια που πέρασε με την Άννα ήταν για τον Σικελιανό ο καιρός που έκανε την τελική του σούμα του στοχασμού: Δελφοί, Ελευσίνα, Ιερουσαλήμ, Ρώμη, Κνωσός, Πελοπόνησος του Πλήθωνα, Επίδαυρος του Ασκληπιού. Κι ακόμη, ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα, προτάσεις για την καθιέρωση της ελληνικής ως παγκόσμιας γλώσσας, δόντια νεκρών σκύλων που λάμπουν, τουδικαίου αστραπή και ελπίδα.

*** Ωσπου στις 19 Ιουνίου του 1951, στην Κλινική «Παμμακάριστος» ης Αθήνας, το αγόρι με το μαγνάδι έγινε ένα από τα μάγια της νύχτας του.

*** Πρέπει να το πω: Οι ξένες εγκυκλοπαίδειες τον βγάζουν έναν από τους μεγαλύτερους στον κοσμο λυρικούς ποιητές του αιώνα του, έχασε το Νόμελ μόνο από τις αντιδράσεις, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στα 1998 τον λογαριάζει για τον μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή του εικοστού αιώνα (δηλαδή: μεγαλύτερο κι από τον Καβάφη), εγώ ωστόσο, πέρα από το Άγραφον, δεν μπορώ να διαβάσω άλλο ποίημα του Σικελιανού.

*** Μήτε καν ποιήματα που, δίχως την παραμικρή επιφύλαξη, αναγνωρίζω ως μεγαλειώδη: τον Αλαφροϊσκιωτο, τη Μητέρα Θεού, την Ιερά Οδό, το Θαλερό.

*** Μοιάζει παράξενο: Λγες φορές έχω αναγνωρίσει στην ποίηση τόση μεγάλη λαχτάρα ελευθερίας όσο στους έξι τόμους του Σικελιανού – και λίγες φορές με έχουν κλωτσήσει τόσο οι διαστάσεις του μεγαλείου των νοημάτων, έτσι όπως τι προσδιόρισε ο ίδιος ο δημιουργός τους.

*** Να το πω όσο πιο απλά μπορώ: διαβάζω Σικελιανό και νιώθω πως μονίμως μου αναγγέλει.

*** (Πως δεν ζει μαζί μου, πώς δεν μοιράζεται κάτι με μένα.)

*** (Πως μου λέει τον καθολικό χρησμό του και με καλεί να το πιστέψω.)

*** Ήταν ο τρόπος που ο Σικελιανός κατανοούσε την ποίηση – ως μια δημόσια μαντεία. Προφανώς λογάριαζε τον ποιητή για προφήτη – ή για Μεσσία.

*** Εξάλλου δεν είναι τυχαίο ποιους τέσσερις είδε να υποδέχονται την ψυχή του Παλαμά: Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός.

*** Μα ο Ορφέας είχε κομματιαστεί από τις σκληρές γυναίκες της Θράκης. Ο Ηρακλειτος ήταν ένα σάρμα αποσπασμάτων. Ο Αισχύλος ήταν ο σπασμός του κακού που ριζώνει στην τραγική φύση του ανθρώπου.

*** Ο Σολωμός ητανε κάποιος που αντί να ενώσει τον κόσμο, αιματοτσάκισε τον εαυτό του.

*** Ο Σικελιανός θέλησε να σταθεί πλάι σε αυτούς αναγγέλοντας πως, πρώτος αυτός, πέτυχε το κατορθωμένο σώμα.

*** Δεν το πέτυχε – κι ευτυχώς. Αν κάτι τέτοιο γινόταν, η ποίηση θα απέμενε νεκρή.

*** Και για μένα το σώμα του Σικελιανού δεν είναι οι στίχοι – αυτοί που πίστευε πως ήταν όμοιοι με του Αισχύλου.

*** Το σώμα του Σικελιανού είναι η στάχτη που την πήρε ο αέρας.

*** Αυτή η στάχτη, αυτός ο άνεμος – να τι με νοιάζει.

*** Ο Σεφέρης, στον ευχαριστήριο λόγο του προς τη Σουηδική Ακαδημία, έκανε φυσικά λόγο και για τον Σικελιανό: νιώθοντας αμήχανα να μιλήσει για τα ποιήματα αυτά καθ’ αυτά, πηγαίνει τα λόγια του στο σμίξιμο του Διόνυσου με του τον Χριστό: «Στην Ελλάδα, ξέρετε, ο Διόνυσος είναι κι αυτός ένας Εσταυρωμένος».

*** Ο Σεφέρης ήξερε τι έλεγε. Αυτό σμίξιμο Διόνυσου και Χριστού ήταν πατέντα του Σικελιανού – κι ήτανε μια πατέντα κόντρα στην ιστορία και κόντρα στην λογική.

*** Είναι γνωστό το πόσο η θρησκεία του Χριστού, σαν έγινε εξουσία, πολέμησε την ελληνική αρχαιότητα. Είναι γνωστό το πώς κομματιάστηκε η Υπατία, το πώς εσφαγιάζονταν οι εθνικοί για κοντά έναν ολόκληρο αιώνα, το πώς καταστράφηκαν αγάλματα και κάηκαν βιβλία – για πολλούς, τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της ιστορίας. Κι ακόμη είναι γνωστό το πώς ονομάστκε ο Ιουλιανός και το γιατί κάηκαν τα βιβλία του Πλήθωνα.

***
Ο Νίτσε ήταν που στην τελευταία φράση του Ecce Homo, το γράφει καθαρά: «Ο Διόνυσος εναντίων του Εσταυρωμένου».


*** Ο Σικελιανός θέλησε να σμίξει το Διόνυσο με τον Εσταυρωμένο – με τον ίδιο τρόπο που θέλησε να σμίξει οτιδήποτε ένιωθε πως έκρυβε μέσα του θεϊκή σπίθα.

*** Την Παναγία, την Αγαύη, τη Μαγδαληνή, την Περσεφόνη, την Πυθία, τον Ασκληπιό, το θυσιασμένο Ρόδο, τη Δήμητρα, τον Ορφέα με τις γυναίκες του, τον Διόνυσο με τις γυναίκες του, τον Χριστό με τις γυναίκες του, την αρκούδα του τσιγγάνου, το δόντι του νεκρού σκύλου.

***
Όλα αυτά.

*** Ναι, ήταν μια δικιά του πατέντα, ανιστόρητη και καταδικασμένη – μα για μένα τούτη η πατέντα (αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «γήινο μύθο») είναι το μεγάλο αντίδωρο του Σικελιανού – για όλους μας.

*** (Μα ποιο είναι το δώρο, λοιπόν;)

*** Ο ίδιος το θέλησε ποίηση και θρησκεία. Μα κάποιος μπορεί να πει πως η ποίηση δεν γίνεται με εξαγγελίες και η θρησκεία δεν γίνεται με λυρικά συνθέματα και μυθολογικά κορφολογήματα ραμμένα με αστικό νήμα. Σε αυτό έσφαλαν πολλοί – σε αυτό έσφαλε και ο Σικελιανός.

*** Εξάλλου η ποίηση είναι στον αντίποδα της θρησκείας
.

*** Η ποίηση ταράζει και ερεθίζει. Η θρησκεία εκτονώνει και γαληνεύει.

*** Και η θρησκεία είναι ένα εκστατικό φαινόμενο απελπισμένων – πάντοτε ως τέτοιο γεννιέται και στη συνέχεια χειραγωγείται από την φιλοσοφία και την εξουσία.

*** (Για να θυμηθώ τον Γκάτσο: γίνεται πεπρωμένο.)

*** Ο αγώνας του Σικελιανού να φτιάξει μια νέα θρησκεία φτιάχνοντας μια νέα μυθολογική ταξη, έναν νέο ενοποιημένο πανανθρώπινο κόσμο, μια νέα αρχαία Ελλάδα ανταμωμένη με τον Ναζωραίο και την Παναγιά, ήταν μια αστική κατασκευή, καμωμένη από κείμενα.

*** Κι έτσι γέμισε δυο ή τρεις χιλιάδες σελίδες με μια φαντασμαγορία.

*** Αυτή θαρρώ είναι η τραγωδία του Σικελιανού: που γύρευε να ανεβάσει τον Ορφέα στον σταυρό του Χριστού, όχι ως κοινωνία αλλά ως ποιητική αλήθεια.

*** Που γύρευε να γράψει τραγωδίες όχι ως ποίηση αλλά ως κοινωνία.

***
Έτσι το αντίδωρό του μένει στα χέρια μας δίχως κατεύθυνση.

*** (Αυτή η στάχτη, αυτός ο άνεμος).

*** Για αυτό με ερεθίζει ο Σικελιανός: ήσαν τόσο τραγικός που δόθηκε στην τραγωδία του δίχως να την καταλάβει.

*** Κι ακόμη με ερεθίζει που αρνήθηκε τον φόβο του Θεού.


*** (Δηλαδή αυτό για το οποίο τον ψέγει ο Λορεντζάτος).

*** Κι ακόμη με βουρλαίνει που πήγε να αναστήσει πεθαμένους πιστεύοντας πως είναι ο ίδιος ένα κομμάτι του κατορθωμένου θαύματος.

*** Κανένας ποιητής του αιώνα του (μήτε ο Πάουντ, μήτε ο Έλιοτ, μήτε -φυσικά- ο Καβάφης, μήτε καν ο Ελύτης) δεν στόχευσαν σε ένα τέτοιο θάμπος.


*** Κανένας προφήτης ή φιλόσοφος του αιώνα του δεν θέλησε τόσην διαφάνεια.

*** Κι όμως εκείνος τα ζήτησε – είτε από εγωπάθεια, είτε από αγνότητα, είτε κι από τα δύο.


*** Μα, ποιο είναι, λοιπόν, και ποιο είναι το αντίδωρο και ποιο είναι το ακριβό δώρο;

*** Το πιο πιθανό: να παραχωθεί σε σεντούκια και χρονοντούλαπα μυρμυγκοφάγων – ή ακόμη να μείνει ως καρτποσταλικό παράδειγμα μιας αθώας μεγαλοστομίας άλλων καιρών.

*** Το πιο πιθανό: να κυλήσει ο χρόνος μας με μικρά καλοκαίρια και μεγάλους χειμώνες, μέρες γεμάτες με Ερινύες και ερημία, φαρμακωμένα βέλη και φαρμακερή λογική.

*** Το πιο πιθανό: να χάσουμε – ωστόσο.

*** Ωστόσο η νύχτα που ’ναι σπαρμένη με μάγια είναι δική μας υπόθεση – κι είναι δικό μας ρίσκο, κίνδυνος, απελπισία.

*** Γιατί στην άκρη της απελπισίας φυτρώνουν τα άγρια λουλούδια.

*** Τα λουλούδια που θαμπώνουν ακόμη και τυφλούς με τη μυρωδιά τους.

*** Ω ναι.

*** Λένε πως ένα ωραίο παραμύθι για τους Δελφούς – που πιθανώς και να μην είναι τόσο παραμύθι. Λένε πως όποιος ζήταγε χρησμό περνούσε από μα πύλη που έγραφε Γνώθι σαυτόν.

*** (Ως εδώ καλά).

*** Στο τέλος, όταν έπαιρνε τον χρησμό της Πυθίας, σαν έφευγε τον εβαζαν να περάσει κάτω από μια άλλη πύλη που τον ξεπροβόδιζε με μια μονάχα λέξη – μόλις μια συλαβή, δύο γράμματα.

*** Ει.

*** Που σημαίνει να είσαι.

*** Να είσαι αυτός που ψάχνει, που φεύγει, που συναντιέται με τον Θεό κι όμως συνεχίζει ελεύθερος.

*** Να είσαι αυτός που βαδίζει για τον θάνατό του.

*** Να είσαι ο μανιασμένος που σπέρνει με μάγια τη νύχτα.

*** Κι είναι, φευ, πάντοτε νωρίς – μα κανείς πρέπει να το αποφασίσει.

***
Ο Άγγελος Σικελιανός ίσως να απέτυχε ως ποιητής, όμως κατόρθωσε αυτό το Ει.

*** Να είσαι.

*** Να είσαι.

*** Να είσαι.

*** Κι εκείνος ο μανιασμένος Απόλλωνας ήταν και θα είναι.

*** Όχι τα ποιήματα, όχι οι στίχοι, όχι τα λόγια – μα το πύρωμα.

*** Το πύρωμα, το πύρωμα.

*** Αυτό είναι το ακριβότερο δώρο.

Θανάσης Τριαρίδης
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό MAUVE, τεύχος 4, Μάιος – Ιούνιος 2004.)

Πηγή

helectra


Για όσους ταξίδεψαν έστω και λίγο με κείνο το παράξενο καράβι που λέγεται «ελληνικό ροκ», ο Παύλος Σιδηρόπουλος ήταν και θα μείνει μια από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές αυτής της παράταιρης, παρεξηγημένης και πάντα περιθωριακής σελίδας της μουσικής μας. Ο Σιδηρόπουλος μαζί με τον «θείο Νώντα»Δημήτρη Πουλικάκο έδωσαν την ψυχή τους, ο Παύλος τελικά και τη ζωή του, σε μια άλλοτε υπέροχη και άλλοτε τραγική περιπέτεια. Το να παίζεις ροκ στην Ελλάδα των δεκαετιών του ’70 (κυρίως) αλλά και του ’80 δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Ακόμη πιο δύσκολο ήταν να ζήσεις και να προσπαθήσεις να επιβιώσεις μέσα από αυτό που εύκολα ονομάζουμε τώρα πια «ροκ καταστάσεις». Με μια φράση: Ο Παύλος έπαιξε με τη φωτιά και τελικά κάηκε. Θα μπορούσε απλώς να πουλήσει «ροκ» και όχι να ζήσει «ροκ». Διάλεξε, αντίθετα με πολλούς που ξέρουμε, το δεύτερο. Και πλήρωσε το τίμημα.

Zorba the freak

«Είμαι δισέγγονος του Ζορμπά, και ως γνωστό ο Ζορμπάς ήταν rock and roll, όπως και να το κάνουμε. Και πολύ μάλιστα. Αυτό μας το λέει κι ο Καζαντζάκης. Απ’ την άλλη μεριά όμως, έχω και σπέρμα από τη γενιά των Αλεξίου. Της Ελλης της Αλεξίου, η οποία είναι θεία μου. Κι έτσι έχω μέσα μου και τον διανοούμενο και τον αλήτη. Από τη σύγκρουση αυτών των δύο βγαίνει άλλοτε καταστροφή κι άλλοτε δημιουργία».



Ο Παύλος Σιδηρόπουλος γεννήθηκε το 1948 στην Αθήνα αλλά έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Εκεί πήγε το 1970 για να σπουδάσει στο Μαθηματικό. Ο τραγουδοποιός Βαγγέλης Γερμανός μιλάει για εκείνη την εποχή: «Με τον Παύλο Σιδηρόπουλο ήμασταν φίλοι και συγκάτοικοι το 1970 στην Θεσσαλονίκη, φοιτητές στο Μαθηματικό Τμήμα. Ηταν ένας γλυκός «κακομαθημένος» έφηβος. Το όνειρό του ήταν να γίνει συγγραφέας. Είχε διαλέξει και ψευδώνυμο: Παύλος Αστέρης. Εκείνη την εποχή του άρεσαν τα ντραμς και κάναμε ντουέτο στο σπίτι. Εγώ κιθάρα και αυτός τύμπανα σε μία πάνινη πολυθρόνα με κουτάλια και μπαγκέτες. Παίζαμε χαρούμενα και κάναμε ατέλειωτη πλάκα και αταξίες… Τον θυμάμαι στη συναυλία του Τζέιμς Μπράουν στο «Παλλάς» να πάλλεται στην ένταση και τον ρυθμό της μπάντας. Αλλη μία φορά στα καμαρίνια του «Μετρό» να μου λέει πως όπου να ‘ναι «καθαρίζει»… Ο Παύλος ήταν ένας βιωματικός τύπος, όπως πρέπει να είναι ο καλλιτέχνης, μόνο που η χημεία που διάλεξε να παλέψει μαζί της, δεν σηκώνει αστεία και έτσι έφυγε νωρίς… αφήνοντας τα τραγούδια του πίσω για παρηγοριά. Τον θυμάμαι πάντα με αγάπη».

Σχεδόν αμέσως έφτιαξε με τον κιθαρίστα των «Olympians», Παντελή Δεληγιαννίδη το ντουέτο «Δάμων και Φιντίας». Δύο τραγούδια τους μπήκαν στον ιστορικό δίσκο «Ζωντανοί στο Κύτταρο». Κι επειδή το Κύτταρο ήταν τότε το κέντρο του μικρόκοσμου της ελληνικής ροκ γνωρίστηκαν με άλλους μουσικούς και ένωσαν τις δυνάμεις τους με το γκρουπ «Μπουρμπούλια» που έπαιζε με τον Σαββόπουλο. Ακολουθεί η συνεργασία του με τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο στους δίσκους «Θεσσαλικός κύκλος» και «Οροπέδιο». Η μεγάλη του όμως στιγμή είναι η συνάντησή του με το γκρουπ «Σπυριδούλα», το 1976, με τον δίσκο «Φλου», σημείο αναφοράς για την εγχώρια εκδοχή του ροκ. Με επιρροές από την ελληνική μουσική σκηνή του ’60 και του ’70, από ξένα ροκ γκρουπ και ενσωματώνοντας στοιχεία από παραδοσιακά ακούσματα, ο Παύλος και οι «Σπυριδούλα» δημιούργησαν ένα άλμπουμ που έκανε, τηρουμένων των αναλογιών, πάταγο στην εποχή του.


Ροκ με ελληνικό στίχο.

Για τους περισσότερους ήταν αδιανόητο ως τότε. «Εχει μεγάλη δυσκολία να μπει ελληνικός στίχος στη ροκ μουσική, αλλά πώς να το κάνουμε, πρέπει να παλέψεις. Πρώτα θα βγει λίγο κουτσό, λίγο τραυματισμένο, μετά όμως θα βρει τον δρόμο του. Θέλει ειδική μελέτη… Εγώ κουράστηκα αλλά βρήκα τα μυστικά της ελληνικής γλώσσας και τώρα ο στίχος κολλάει. Κοφτά, λέξη προς λέξη. Και νιώθω μεγάλη ικανοποίηση γιατί αυτό το «ταξίδι» το ‘βγαλα πέρα μόνος μου».

Αλλά η συμβολή του «Φλου» στην όμορφη και «καταραμένη» ιστορία του ελληνικού ροκ ήταν ότι άνοιξε το δρόμο σε ένα σωρό άλλους μουσικούς που έπαιζαν ή ήθελαν να παίξουν ροκ ή έστω επηρεάστηκαν από αυτό για να διαμορφώσουν το μουσικό τους στίγμα. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Γιάννη Αγγελάκα που λίγο αργότερα θα δημιουργήσει το συγκρότημα «Τρύπες»: «Ο Παύλος είναι ένας άγιος της ελληνικής ροκ σκηνής. Eφυγε πριν ακόμα δει τους σπόρους που είχε φυτέψει και οι οποίοι έπιασαν τελικά. Eφυγε κυνηγημένος, περιθωριοποιημένος, αλλά πιστεύω ότι αν υπάρχει πουθενά, θα χαίρεται γι’ αυτό που συμβαίνει. Γιατί ό,τι και να συμβαίνει ξεκίνησε από τον Παύλο και από τον Πουλικάκο. Το «Φλου» ήταν ένας οριακός δίσκος για όλους μας».

Μου ‘πες θα φύγω

Το 1979 μαζί με άλλους μουσικούς, ανάμεσά τους, οι κιθαρίστες Θόδωρος Παπαντίνας και Στίλπων Νέστωρ φτιάχνει το σχήμα «Εταιρεία Καλλιτεχνών», που όμως διαλύθηκε προτού ηχογραφήσει μεγάλο δίσκο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήταν μία ακόμη ιστορική συνεργασία. Ο Θόδωρος Παπαντίνας, ένας κιθαρίστας με απίστευτο ταλέντο, που χάθηκε στη σκόνη της ελληνικής πραγματικότας, αφηγείται: «Ο Παύλος είχε όλα τα χαρίσματα ενός αυθεντικού και δημιουργικού ρόκερ. Τον θυμάμαι πάντα σαν έναν πολύ καλό φίλο γεμάτο ζωή και κέφι για διασκέδαση και πλάκες. Και είναι πολύ κρίμα που έφυγε μ’ αυτό τον τρόπο. Η περίοδος στην οποία δημιουργήσαμε μαζί την «Εταιρεία Καλλιτεχνών», θα μου μείνει αξέχαστη αφού θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που σμίξαμε μαζί σ’ αυτό το σχήμα. Υπήρχαν συνεχή «χάπενιγκ» τόσο πάνω στη σκηνή όσο και έξω απ’ αυτήν και θεωρώ τότε μεγάλη απώλεια για τον χώρο τη διάλυση της μπάντας».

Στη συνέχεια κάνει λίγες εμφανίσεις ως ηθοποιός σε ταινίες του νέου ελληνικού σινεμά και στο σίριαλ του Κώστα Φέρρη «Οικογένεια Ζαρντή». Τη δεκαετία του 1980 αρχίζει η συνεργασία με τους «Απροσάρμοστους», το γκρουπ που θα συνδέσει την τύχη του μαζί του ως το τέλος. Για περίπου δέκα χρόνια ο Παύλος Σιδηρόπουλος, άλλοτε με το σχήμα αυτό άλλοτε με τον Δημήτρη Πουλικάκο θα συνεχίσει τις ζωντανές εμφανίσεις, τις συναυλίες και θα ηχογραφήσει δίσκους όπως το «Zorba the Freak» και το «Εν λευκώ». Δεν είναι μυστικό ότι κάνει χρήση ηρωίνης, έχει το θάρρος να το δηλώσει ακόμη και με αναφορά στον τίτλο του δίσκου: «Θέλω να πω στους πιτσιρικάδες ότι δεν υπάρχει κανένας, μα κανένας απολύτως λόγος να δοκιμάσουν ηρωίνη. Δεν μπορεί να σου δώσει κανένα όραμα, καμιά ψευδαίσθηση, κανένα βίζιον ας πούμε, άμα είσαι ποιητής, ζωγράφος ή καλλιτέχνης… Η ηρωίνη είναι κάτι που σε εκμηδενίζει, είναι ένας μύθος, μια μπούρδα…». Αυτή όμως ήταν που τον Δεκέμβρη του 1990 τον πήρε από τη ζωή.

Να μ’ αγαπάς

Γνώρισα τον Παύλο Σιδηρόπουλο στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν μαζί με άλλους δυο φίλους πήγα στο σπίτι του στην Κυψέλη για μια συνέντευξη που πρόθυμα δέχτηκε να δώσει σε ένα φανζίν της εποχής. Είδαμε έναν πολύ ευγενικό αλλά και πολύ καταβεβλημένο άνθρωπο, που μας μίλησε για τη ζωή του, για το ροκ και για την ταινία που είχε πρωταγωνιστήσει τότε, τον «Ασυμβίβαστο», από την οποία όμως ήταν απογοητευμένος. Δεν μείναμε πολύ για να μην τον κουράσουμε, έκανε ολοφάνερα μεγάλη προσπάθεια για να μας μιλήσει. Φεύγοντας, του αφήσαμε ένα λευκό τριαντάφυλλο. Hμασταν πολύ νέοι για να ξέρουμε τι (μας) γινόταν. Πριν και μετά τον είδαμε πολλές φορές στις συναυλίες και σχεδόν πάντα είχε τρομερή ενέργεια στη σκηνή, και ταυτόχρονα έδινε την αίσθηση ότι «ήταν ένας από εμάς». Hταν ο Παύλος. Hταν πολύ απλά ένας πραγματικός ρόκερ. Eτσι έζησε ως το τέλος. Το καλοκαίρι του 1990 παρέλυσε ξαφνικά το δεξί του χέρι. Οι γιατροί δεν μπόρεσαν να βρουν την αιτία. Συνέχισε τις εμφανίσεις με δεμένο το χέρι. Είχε προγραμματίσει μια σειρά εμφανίσεων για το Δεκέμβριο. Δεν πρόλαβε. Το απόγευμα της 6ης Δεκεμβρίου πέθανε από χρήση ηρωίνης.


Ο επίλογος στον Δημήτρη Πουλικάκο: «Γι’ αυτόν ήμουν ο θείος. Eτσι όπως διάλεξε τους φίλους του, διάλεξε και τους «συγγενείς» του, διάλεξε την «οικογένειά» του, τα κατάφερε. Και σίγουρα, ο ίδιος διάλεξε και το τελευταίο του ταξίδι. Ο ανιψιός ήταν ένας ελεύθερος πρίγκιπας, ο τελευταίος, και είμαι περήφανος γι’ αυτόν. Παυλάκι μου, οι καιροί εξακολουθούν να είναι δύσκολοι για τους πρίγκιπες. Σε φιλώ, ο θείος σου ο Μήτσος».

Το σχολείο του ροκ

«Για μένα αλλά και για τα άλλα παιδιά του γκρουπ, ο Παύλος ήταν ο φίλος μου και ο δάσκαλός μου. Στην ουσία αυτός μας έκανε μουσικούς. Είχε το εξαιρετικό χάρισμα να μαγνητίζει πάνω στη σκηνή το κοινό και να γίνεται ένα μ’ αυτό. Hταν αγνός, αυθεντικός και το κενό του είναι τεράστιο αλλά και δυσαναπλήρωτο». Οδυσσέας Γαλανάκης – κιθαρίστας στους «Απροσάρμοστους»

Ο μύθος του πρίγκιπα

«Ο Σιδηρόπουλος, όπως και όλοι οι νεκροί ήρωες του ροκ, άθελά του δημιούργησε έναν μύθο. Eναν μύθο προς εκμετάλλευση. Στον μύθο όμως πάντα ξεχνιέται το ανθρώπινο στοιχείο. Και ο Παύλος, για όσους τον γνώριζαν από κοντά, ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Παράλληλα, όμως, ήταν και ο καλλιτέχνης εκείνος που μίλησε στη γενιά του (και όχι μόνο) με τη σκληρή γλώσσα της πραγματικότητας, χωρίς να πιπιλίσει τα αυτιά με ωραιοποιημένα μηνύματα, που θα τον έκαναν εμπορικότερο».
Aκης Λαδικός

Γρηγόρης Παπαδογιάννης

Πηγή: ΤΟ ΕΘΝΟΣ