Posts Tagged ‘καλλιτέχνης’


Εκθεση-μύηση στο ατελιέ του δημιουργού Λούσιαν Φρόιντ στο Παρίσι, με έργα του και φωτογραφίες.


Επιστροφή στο ατελιέ του ζωγράφου. Η σαγηνευτική εικόνα του μποέμ καλλιτέχνη που ζει εκτός τόπου και χρόνου, τρέφεται με μπογιές και ποίηση και παλεύει νύχτα μέρα με τις μορφές, αναδύεται μπροστά μας. Καμία πρωτοποριακή θεωρία περί υπέρβασης των «καλών τεχνών» και της αναπαράστασης, κανένας εννοιολογισμός δεν θα καταφέρει ποτέ να ραγίσει αυτόν τον μύθο, η πεποίθηση ότι αυτός και μόνο είναι πραγματικός καλλιτέχνης, παραμένει βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση των περισσοτέρων. Εξ ου και οι φιλονικίες περί της «νομιμότητας» ή μη της σύγχρονης τέχνης, η συζήτηση περί της «επιστροφής» της ζωγραφικής κ.ο.κ. Ενας τρόπος για να παρακάμψει κανείς τέτοιου είδους κάθε άλλο παρά ανώδυνες φιλονικίες, και τις ιδεολογικές προεκτάσεις τους, είναι η επιστροφή σε αυτοαναφορικές αξίες και κριτήρια όπως η «ιδιαιτερότητα» ή η «μοναδικότητα» ενός έργου τέχνης. Το κατά πόσο ανταποκρίνεται στις προαναγγελθείσες προθέσεις του δημιουργού του, μας «αγγίζει» και μας προσφέρει το περίφημο ταξίδι – ενδοσκόπηση στον εσωτερικό κόσμο του καλλιτέχνη ή τον δικό μας.


Κάπως έτσι καλούμαστε να «μυηθούμε» στο ατελιέ του ζωγράφου Λούσιαν Φρόιντ, θέμα μιας αριστοτεχνικά στημένης έκθεσης που παρουσιάζεται στο Μπομπούρ έως τέλη Ιουλίου. Οι φράσεις του εγγονού του πατέρα της ψυχανάλυσης που μας καθοδηγούν στους τέσσερις σταθμούς της διαδρομής, τα δύο ταινιάκια και οι φωτογραφίες του Tim Meara και του David Dawson, βοηθού του ογδονταοχτάχρονου σήμερα καλλιτέχνη, στήνουν το πορτρέτο ενός ζωγράφου που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους, παλεύοντας να πλάσει έναν δικό του μοναδικό κόσμο, κατ’ εικόνα αλλά όχι και καθ’ ομοίωση του πραγματικού. Εναν κόσμο ακραία ρεαλιστικό αλλά καθόλου εξπρεσιονιστικό, όπου τα σώματα «υπάρχουν» για δεύτερη φορά απαθανατισμένα, γυμνά κι ακίνητα όπως τα είδε, αλλά χωρίς συναίσθημα. «Θέλω να ενσαρκώσω τα μοντέλα μου όπως ένας ηθοποιός ενσαρκώνει το πρόσωπο που υποδύεται», διαβάζουμε στον τοίχο, «[να δείξω] μια εντατικοποιημένη πραγματικότητα», «αυτό που με ενδιαφέρει στους ανθρώπους είναι η ζωώδης πλευρά τους (…)». Με άλλα λόγια η φθορά και η ατέλεια, η σάρκα αυτή καθαυτή ως καθρέπτης, όχι όμως της ψυχής, αλλά της ίδιας της ζωής ως πορεία προς την παρακμή.

Ενότητες

Στις πρώτες δύο ενότητες της έκθεσης, αφιερωμένες στους «Εσωτερικούς χώρους» και τις «Αυτοπροσωπογραφίες» του καλλιτέχνη, το βλέμμα μας αιχμαλωτίζει η εντυπωσιακά ρεαλιστική αναπαράσταση των μορφών, η παράξενη προοπτική, η υφή του πίνακα. Τα πρόσωπα, ηθοποιοί αυτού του παράξενου θεάτρου της σκληρότητας, μοιάζουν να γλιστρούν στο κεκλιμένο πάτωμα του δωματίου, προτού παγώσουν σε γκρο πλαν. Χέρια και πόδια κρέμονται από τα κρεβάτια ή ακουμπούν στο στήθος, μισάνοιχτα στόματα προδίδουν βουβές αναπνοές, ένας σκύλος εδώ, μία γλάστρα εκεί. Η αινιγματική εικόνα που ανοίγει την έκθεση, με τίτλο «Το Δωμάτιο του Ζωγράφου» (1944), φέρει τον απόηχο ενός έντονου (αλλά και ουδέποτε δηλωμένου απ’ όσο ξέρω) υπερεαλιστικού πνεύματος: Ενα κεφάλι ζέμπρας εισχωρεί από το παράθυρο ενός δωματίου με αποκλειστική επίπλωση έναν καναπέ-ντιβάνι, ένα φυτό πίσω από το ντιβάνι, και στο πάτωμα πεσμένα, ένα καπέλο κι ένα μαντίλι…


Οταν ο Λούσιαν Φρόιντ ζωγραφίζει αυτό το παράξενο δωμάτιο, είναι 22 χρόνων. Εχει μόλις εγκατασταθεί σε ένα μεγάλο ατελιέ στο Paddington, λαϊκή συνοικία του Λονδίνου κατεστραμμένη από τους βομβαρδισμούς. Την επόμενη χρονιά θα γνωρίσει τον Φράνσις Μπέικον με τον οποίο θα διατηρήσει μια σταθερή επαφή μέχρι τη δεκαετία του ’70. Το 1946, σε ένα πέρασμα από το Παρίσι, ο ζωγράφος θα γνωρίσει τον Πικάσο και τον Τζιακομέτι, ενώ αμέσως μετά θα εγκατασταθεί για πέντε μήνες στον ελληνικό Πόρο, μαζί με τον ζωγράφο John Craxton. Στο Paddington θα παραμείνει για τριάντα ολόκληρα χρόνια, οπότε θα μετακομίσει σε ένα άνετο λοφτ στο Holland Park και εν τέλει στο σημερινό του σπίτι στο Notting Hill. Δίπλα στα πολυάριθμα Interiors (Εσωτερικοί χώροι) της πρώτης ενότητας, κάποια αστικά τοπία ή θέες του κήπου του ατελιέ του από το παράθυρο (διάλογος με τη ζωγραφική του Constable σύμφωνα με τους ειδικούς), προσδίδουν μια πράσινη αλλά και αρκετά κιτς τολμώ να πω νότα στην ατμόσφαιρα.

Η δεύτερη ενότητα της έκθεσης, αφιερωμένη στις πολυάριθμες αυτοπροσωπογραφίες του Λούσιαν Φρόιντ, φέρει τον διφορούμενο τίτλο «Reflexion: οι αυτοπροσωπογραφίες». Παίζοντας με τις δύο σημασίες της λέξης reflexion στα γαλλικά όπως και στα αγγλικά (reflection), στοχασμός και αντανάκλαση, ο Φρόιντ συμπεριφέρεται στην εικόνα του με τον ίδιο τρόπο που συμπεριφέρεται και σε εκείνες των μοντέλων του. Ενας «στοχασμός», πόσω μάλλον ένας «αναστοχασμός», δεν είναι παρά μια «αντανάκλαση» για τον ζωγράφο, η θέα του ειδώλου μας στον καθρέπτη. Στον διάσημο πίνακα Reflection with two Children (1965), που χρησιμοποιήθηκε και για την αφίσα της έκθεσης, ο ζωγράφος αναπαριστά τον εαυτό του ιδωμένο από χαμηλά, ενώ στο μπροστινό και κάτω μέρος του πίνακα, δύο παιδιά μάς κοιτούν σαν από κάποιο παράθυρο.

Ο ματιερισμός (έμφαση στην υλική διάσταση της ζωγραφικής) του Φρόιντ συναγωνίζεται σε ένταση τον μανιερισμό του, ενώ αναρωτιέμαι πόση ειρωνεία μπορεί να χωρέσει σε έναν πίνακα με τίτλο The Painter Surprised by a Naked Admirer (2004-2005): μια γυμνή γυναίκα στο πάτωμα αρπάζει ικετευτικά το πόδι του ζωγράφου που στέκει επιβλητικός στη μέση του ατελιέ. Οι τοίχοι του δωματίου είναι καταλερωμένοι από μπογιές, ενώ σε έναν πίνακα μέσα στον πίνακα επαναλαμβάνεται σε αντανάκλαση η ίδια σκηνή στο άπειρο. Στις επόμενες αίθουσες σειρά έχουν οι «Επαναλήψεις», μια σειρά από προσωπικές αναγνώσεις γνωστών έργων μεγάλων ζωγράφων, όπως ο Chardin, ο C?zanne ή ο Constable. Η φράση του καλλιτέχνη που κοσμεί την εντυπωσιακή αυτή αίθουσα είναι για μιαν ακόμα φορά εύγλωττη: «Η τέχνη προέρχεται από την τέχνη».


Ο υποβόσκων ακαδημαϊσμός του Φρόιντ φτάνει εδώ στο απόγειό του, με κορυφαία έκφραση έναν εντυπωσιακό πίνακα που «ξαναπαίζει» ένα νεανικό έργο του Σεζάν με τίτλο «Το απόγευμα στη Νάπολη» (1872-1875) σύμφωνα με τους «φροϊδικούς» κανόνες: ο χώρος του δωματίου διαστέλλεται και ξεγυμνώνεται όπως και η υπηρέτρια που φέρνει στο ξαπλωμένο στο πάτωμα (αντί του κρεβατιού) ζευγάρι τον δίσκο με τον καφέ, ο άντρας (ζωγράφος) γυρνάει την πλάτη του στη γυναίκα (μοντέλο). Στη θέση του τρυφερού χαδιού (Σεζάν), η μελαγχολική πόζα του «ταραγμένου» δημιουργού (Φρόιντ). Η θεατρικότητα, ίσως η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή της ζωγραφικής του Λούσιαν Φρόιντ, κερδίζει τις εντυπώσεις και στην τέταρτη και τελευταία ενότητα αυτής της έκθεσης, με τον εμβληματικό τίτλο «Σαν τη σάρκα: σκηνογραφίες και σύνθεση».

Εδώ, τους τοίχους και το βλέμμα μας ξεχειλίζουν και πάλι σώματα, εκτεθειμένα στο πάτωμα, στο κρεβάτι ή στον καναπέ. Παραμορφωμένα από τα παχιά στρώματα μπογιάς που συνθέτουν την ύλη τους, ζαρωμένα, με πρησμένα και συχνά δυσανάλογα άκρα, με κόκκινες και γκρίζες αποχρώσεις σαν μελανιές, μας τρομάζουν με την «ασχήμια» τους. Για να αναπαραστήσει τη σάρκα ο Λούσιαν Φρόιντ χρησιμοποιεί μια ειδική «πάστα», το άσπρο Cremnitz.


Κανένα προσχέδιο, απουσία σύνθεσης, σκηνοθεσία. Παρατηρώντας λίγο πριν από την έξοδο το ολόσωμο πορτρέτο του καλτ Αγγλου γκέι περφόρμερ Leigh Bowery, όρθιου σαν άγαλμα πάνω σε ένα τραπέζι-βάθρο, ή τη θλιβερή γύμνια της υπερτραφούς Big Sue στον καναπέ, μια και μόνο σκέψη στριφογυρίζει στο μυαλό μου: ο «κόσμος» του Λούσιαν Φρόιντ, καρπός προσεκτικής και πολύωρης «παρατήρησης» της πραγματικότητας, είναι περισσότερο κι από φοβερός τρομερός και «έντονος», εφιαλτικά άψυχος. Τερατώδης.

Ιδρυτικό μέλος της Σχολής του Λονδίνου

Ο Λούσιαν Φρόιντ γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1922 στο Βερολίνο. Ο πατέρας του, Ernst Ludwig Freud, είναι ο νεότερος γιος του Σίγκμουντ Φρόιντ, ενώ η μητέρα του Lucie Freud, κόρη ενός εμπόρου δημητριακών. Το 1934, ηοικογένεια Φρόιντ, εγκαταλείπει τη Γερμανία για την Αγγλία. Οι τρεις γιοι Φρόιντ φοιτούν σε ένα προοδευτικό σχολείο του Ντέβον, το Darlington Hall School, και στη συνέχεια σε ένα άλλο πιο κλασικό λύκειο του Ντόρσετ.

Στις 23 Σεπτεμβρίου 1939 ο Σίγκμουντ Φρόιντ πεθαίνει στο Λονδίνο. Την ίδια χρονιά, ο δεκαεπτάχρονος Λούσιαν αποκτά τη βρετανική υπηκοότητα και γράφεται στην East Anglian School of Painting and Drawing στο Dedham, μια μικρή πόλη βορειοανατολικά του Λονδίνου. Θα παντρευτεί δύο φορές, το 1948, την Kitty Garman, κόρη του γλύπτη Jacob Epstein, και το 1953 τη συγγραφέα Caroline Blackwood (1931-1996). Το 1954 ο Λούσιαν Φρόιντ επιλέγεται μαζί με τους Φράνσις Μπέικον και Μπεν Νίκολσον να εκπροσωπήσουν τη Μεγάλη Βρετανία στην XXVIIη Μπιενάλε της Βενετίας.


Μαζί με τους Μπέικον, Michael Andrews, Frank Auerbach, Leon Kossoff, Graham Sutherland και μια πενηνταριά ακόμα καλλιτέχνες που εργάζονται στη βρετανική πρωτεύουσα, συστήνουν τη λεγόμενη «Σχολή του Λονδίνου».
Λούσιαν Φρόιντ, «Το Ατελιέ» Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Παρίσι έως 19.7.2010

Βανέσσα Θεοδωροπούλου

Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

helectra

Share

Η γνωριμία με τον τεχνοκρίτη που επιμελήθηκε το Μουσείο του


Νέος φόρεσε μια φουστανέλα και έκτοτε δεν την έβγαλε ποτέ. Ο Θεόφιλος γεννήθηκε το 1867 στη Βαριά της Μυτιλήνης. Το επώνυμο δημιουργήθηκε όταν ένας πρόγονός του, ίσως ο παππούς του που λεγόταν Μιχάλης, επισκεπτόμενος τους Αγίους Τόπους έγινε Χατζής, και συνεπώς ονομάστηκε Χατζημιχάλης. Ύστερα μεταγράφηκε στην καθαρεύουσα σαν Χατζημιχαήλ. Ο παππούς, από την πλευρά της μητέρας του, ήταν αγιογράφος. Αυτός φορούσε σαλβάρια και εν γένει νησιώτικη φορεσιά.

Ο Θεόφιλος έμαθε λιγοστά  γράμματα. Χρησιμοποιούσε, γράφοντας, την καθαρεύουσα, αλλά αδόκιμα. Δεν ενδιαφερόταν για το σχολείο, ήταν κιόλας καλλιτέχνης. Τον τιμωρούσε ο δάσκαλος γιατί, ενώ εκείνος δίδασκε, ο Θεόφιλος έκανε σχέδια. Ήταν μικροκαμωμένος και διαρκώς αφηρημένος. Τον πήρε μαζί του, όχι ο παππούς ο ζωγράφος, αλλά ο αδελφός της μητέρας του που ήταν χτίστης και κοσμηματοπώλης, για να μάθει την τέχνη. Ο θείος αυτός έχτιζε σπίτια αλλά και τα ζωγράφιζε, τα διακοσμούσε. Τελικά, ο νεαρός έφυγε από τη Μυτιλήνη και πήγε στη Σμύρνη.

Η ΣΜΥΡΝΗ ήταν μια ελληνική μεγαλόπολη, πιο προοδευμένη από την ΑΘΗΝΑ της εποχής. Οι βιογράφοι του λένε ότι ήταν δεκαπεντάρης. Δεν ήξεραν γιατί φορούσε φουστανέλα. Πολλές εικασίες υπήρξαν. Το πιθανότερο ήταν πως πρώτη φορά φόρεσε στη Σμύρνη για εθνική επίδειξη. Ήταν πατριώτης;  Aσφαλώς. Ήταν  καλλιτέχνης; Χωρίς αμφιβολία. Μα αυτές ήταν οι θετικές  πλευρές του. Όμως ήταν υπερβολικός στις δηλώσεις του. Ήταν μυθομανής; Έτσι έλεγαν.

Τα έργα του, τα πιο πολλά, οφείλονται στην εγκατάστασή του στο Πήλιο. Στη δουλειά του ακολουθούσε απλή και ωραία σε αποτέλεσμα τεχνική. Όλη μαζί η δημιουργία του έδενε σε μια ενότητα. Ήταν, γράφουν «λαφρύς»; Δεν το δέχομαι. Αγράμματος ναι, αλλά τι σχέση έχει αυτό με το ταλέντο και την πηγαία διάθεση, την έμπνευση, τη δημιουργία; Φιλοξενήθηκε στα σπίτια των αδελφών του, και για να ανταποδώσει την φιλοξενία, ζωγράφισε τους τοίχους των σπιτιών τους. Δυστυχώς, κανείς από τους δικούς του δεν καταλάβαινε τη ζωγραφική του. Κατέληξε να κατοικήσει με τη μητέρα του σε ένα μικρό σπιτάκι σε μια άκρη της πόλης, που διέθετε μια καταπληκτική θέα, την οποία αποθανάτισε πολλές φορές με τα πινέλα του.

Η ζωγραφική του αφορούσε τον κύκλο του ’21, όμως το μεγαλύτερο μέρος της κλασικής  του δημιουργίας  αφορά στη λαϊκή ζωή και όχι τόσο στα περιστατικά της, όσο στις συνδετικές διασυνδέσεις της με την καθημερινή ζωή. Ζωγράφιζε θρησκευτικές εικόνες με σεβασμό. Ξεκινώντας από τους πρωτόπλαστους έως το Χριστό και τον Πιλάτο. Όμως, τελείως άλλα ήταν τα ανατολίτικα θέματα. Αυτά περιγράφουν τους Λαϊκούς ήρωες της Ανατολής. Παρουσιάζουν Τσερκέζους, Ζεϊμπέκηδες και Κούρδους. Ο Θεόφιλος στο Πήλιο δημιουργούσε κυρίως τοιχογραφίες για τα μικρομάγαζα. Και μετά άρχισε να ζωγραφίζει φορητούς πίνακες.

Είχε, όμως, απόλυτη γνώση σε ό,τι αφορά την τεχνολογία της τοιχογραφίας. Είχε  συλλάβει τη σωστή αίσθησή της δηλαδή, και απ’ εκεί του κοινωνικού προορισμού του έργου του. Έχει δύο περιόδους  τέχνης, την Πηλιορείτικη και την Μυτιληνιά. Ετοίμαζε την τελευταία περίοδο της ζωής του για τον τεχνοκρίτη ΕλευθεριάδηTERIADE – που ήταν ΜυτιληνιόςΠαριζιάνος, δηλαδή, για τις ελληνικές συνθήκες, πέρα από αστός. Ένα  σύνολο έργων που μας διαφωτίζει πάνω στις διαφορές που παρουσίαζαν οι εργασίες του αυτές, που γινόταν για τον TERIADE, σε σχέση με ό,τι ζωγράφιζε για τους λαϊκούς πελάτες του. Ας μην αρκεσθούμε σε κάποια απλή διάκριση ανάμεσα στη σημερινή συλλογή, αυτή που στεγάζεται στο Μουσείο που του έκανε ο συγχωριανός του τεχνοκρίτης, και το υπόλοιπο  έργο του.


Γνώρισα τον TERIADE ή Ελευθεριάδη όταν έκτιζε το Μουσείο. Πιθανολόγησαν οι θεαταί ότι τον Θεόφιλο τον οδήγησε με τις συμβουλές του, εκ του ότι η προσωπογραφία που του έκαμε ο Θεόφιλος, ήταν βασισμένη μόνο σε φωτογραφίες και κάρτες που του έδωσε για πρότυπα.

Ναι, γνώρισα τον TERIADE στα αλλεπάλληλα ταξίδια του στην Αθήνα. Ήταν ένας ακέραιος γνώστης και εκτιμητής έργων, ένας απόλυτα τεκμηριωμένος άνθρωπος, ο οποίος, ενώ ζούσε στην πόλη του φωτός, λάτρευε τον τόπο της καταγωγής του και, ως εκ τούτου, έκρινε με ανοιχτό μυαλό τον Ζωγράφο, αλλά έβλεπε με αγάπη και τον άνθρωπο. Στο απλόχωρο σπίτι του, στην Πέτρα της Μυτιλήνης, κρεμασμένα τα έργα του Θεόφιλου, όπως μου είπαν οι κοινοί μας φίλοι, στέκουν στη θωριά των ματιών του κάθε επισκέπτη και αντιπροσωπεύουν στιγμές από τις πιο ποικίλες του Θεόφιλου.

Γράφει ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ: «Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι και, καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήταν, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα  να πηγαίνω άλλοτε, τη μεγάλη αφίσα της Έκθεσης του ΘΕΟΦΙΛΟΥ, που είχε ανοίξει ακριβώς εκείνη την εβδομάδα στις αίθουσες του ΛΟΥΒΡΟΥ. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε, λοιπόν, ναι. Υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτόν τον κόσμο». Μα, ο ζωγράφος είχε πεθάνει το 1934. Το Μουσείο τελείωσε. Ανάμεσα στη ΧΩΡΑ και στη ΒΑΡΙΑ, ο TERIADE αγόρασε ένα οικόπεδο και έκαμε πραγματικότητα ένα όνειρο. Το ΜΟΥΣΕΙΟ του ΘΕΟΦΙΛΟΥ. Μόλις τελείωσε, παραδόθηκε στο κοινό.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΦΩΤΙΑΔΟΥ

Πηγή: ΠΡΩΪΝΟΣ ΛΟΓΟΣ

helectra

Share