Posts Tagged ‘Τουρκοκύπριοι’


Το Κυπριακό πρόβλημα, δυσεπίλυτο και ακανθώδες για πολλά χρόνια, εξακολουθεί να αποτελεί «πονοκέφαλο» για τη διεθνή διπλωματία. Όποιος επιχειρήσει να διερευνήσει το ζήτημα θα διαπιστώσει ότι ανέκαθεν η γεωπολιτική θέση του νησιού έθεσε σε ομηρία τις τύχες του Κυπριακού λαού.

Δεν πρέπει να αγνοηθεί ότι η Κύπρος αποτέλεσε επιδίωξη και κατακτητικό στόχο των εκάστοτε ισχυρών της παγκόσμιας ιστορίας. Ο έλεγχος και η κατοχή του νησιού πέρασε από κατακτητή σε κατακτητή, άλλοτε με βιαιότητα και άλλοτε με κάθε μορφής οικονομική εκμετάλλευση (αγορές ή ενοικιάσεις) του εδάφους της.

Το Κυπριακό ζήτημα όπως έχει σήμερα, για να γίνει κατανοητό, πρέπει να αναχθεί στην αφετηρία του περίπου έναν αιώνα πριν, αφού οι διενέξεις και οι διεκδικήσεις που προβάλλονται ως σήμερα προκύπτουν από τους δυο άλλους «εταίρους» του προβλήματος, τους Άγγλους και τους Τούρκους.

Το 1878 μετά από μια μακρόχρονη κατοχή της Κύπρου από τους Οθωμανούς (1571) η Αγγλία, κατ’ εξοχήν έκφραση της αποικιοκρατίας υπέγραψε συνθήκη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέχοντας σ’ αυτήν προστασία έναντι της Ρωσίας με αντάλλαγμα την κατοχή και διοίκηση της Κύπρου έναντι μισθώματος. Οι Άγγλοι τότε ανέθεσαν την εξουσία σε Ύπατο Αρμοστή ο οποίος κυβερνούσε μαζί με ένα νομοθετικό και εκτελεστικό συμβούλιο.

Η Αγγλική κατοχή στην Κύπρο δεν υπήρξε καλύτερη από εκείνη των Τούρκων. Ο Κυπριακός λαός δεν είχε πολιτικά δικαιώματα και υφίστατο βαρύ φόρο υποτέλειας.

Το 1882 οι Άγγλοι πιεζόμενοι από την αγανάκτηση του Κυπριακού λαού προέβησαν σε κάποιες εικονικές μεταρρυθμίσεις. Ο Γλάδστων31 άρθρα που ίσχυσε 50 χρόνια περίπου. Σημειωτέον ότι ο Κυπριακός λαός δεν είχε καμία εξουσία και μάλιστα στα χρόνια αυτά επιχειρήθηκε να αντικατασταθεί η γλώσσα του με την Αγγλική. παραχώρησε ένα μόρφωμα Συντάγματος αποτελούμενο από

Το 1914 στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Αγγλία επικαλούμενη την αντίπαλη τοποθέτηση της Υψηλής Πύλης έναντι της Αντάτ κατάργησε την Συνθήκη του 1878 και προσάρτησε την Κύπρο στην επικράτεια της.

Τον Μάιο του 1925 κήρυξε την Κύπρο Βρετανική αποικία και μετονόμασε τον Αρμοστή του νησιού σε Κυβερνήτη.

Το 1927, η διογκούμενη αντίδραση των Κυπρίων ανάγκασε την Αγγλία να καταργήσει τον «φόρο υποτέλειας». Τον φόρο αυτό που ήταν 92638 χιλ. λίρες ετησίως ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει η Αγγλία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία σύμφωνα με την συνθήκη του 1878. Το ποσό αυτό, που ποτέ δεν πλήρωσε η Αγγλία από τον δικό της προϋπολογισμό το συνέλεγε από τον Κυπριακό λαό, ακόμα και μετά το 1914 που κατάργησε την συνθήκη του 1878 και προσάρτησε την Κύπρο στην επικράτεια της. Έτσι η Αγγλία αφαίμαξε από τον Κυπριακό λαό το τεράστιο για την εποχή ποσό των 2.559.049 λιρών, όταν σύμφωνα με μελέτη της Αγγλικής κυβερνήσεως που έγινε το 1938, το 25% του λαού ζούσε κάτω από το επίπεδο συντηρήσεως, το 25% πάνω από το επίπεδο συντηρήσεως και τέλος το 25% του συνόλου του λαού ήταν καταδικασμένο σε μόνιμη φτώχια.

Το 1931 ο άοπλος Κυπριακός λαός εξεγέρθηκε διεκδικώντας εθνική λύτρωση, δημοκρατική διακυβέρνηση με παραχώρηση ουσιαστικού Συντάγματος και επίλυση των ογκούμενων οικονομικών προβλημάτων. Οι Άγγλοι τότε κατάργησαν το Σύντάγμα του 1882 και επέβαλαν μια στυγνή αποικιακή δικτατορία. Με το Βασιλικό Διάταγμα της 12/2/1931 όλη η εξουσία συγκεντρώθηκε στα χέρια του Κυβερνήτη και εγκαθιδρύθηκε καθεστώς τρομοκρατίας και καταπίεσης του λαού που συνεχίσθηκε και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την αποδυνάμωση της αποικιοκρατίας, πυλώνα της νομικής και πολιτικής τάξης αποτέλεσε η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών. Η διακήρυξη αυτή εκδόθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών τον Νοέμβριο του 1950. Κατ’ αυτήν ένας λαός που τελεί σε μόνιμη σχέση με συγκεκριμένο εδαφικό χώρο έχει το δικαίωμα να διαμορφώνει την πολιτειακή του υπόσταση με δημοκρατικό πολίτευμα και διακριτές τις εξουσίες του.

Παρά ταύτα  η Αγγλία αδιαφόρησε για τις αποφάσεις του ΟΗΕ και διά στόματος του Υφυπουργού Αποικιών Χένρυ Χόπκινσον δήλωνε στις 28-7-1954 πως:  «Ορισμένες  περιοχές μέσα στην Κοινοπολιτεία λόγω των ιδιαζουσών συνθηκών δεν μπορούν να περιμένουν ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν να καταστούν πλήρως ανεξάρτητες….Υπάρχουν μερικές περιοχές που ποτέ δεν μπορούν να περιμένουν κάτι τέτοιο». Αυτή ήταν η θέση της Αγγλίας ενώ είχε μεσολαβήσει, αφ’ ενός το εντυπωσιακό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 15ης Ιανουαρίου 1950 στην Κύπρο όπου το 97,5% του συνόλου των Ελληνοκυπρίων ψηφοφόρων έθεσαν την υπογραφή τους κάτω από την διακήρυξη με την οποία διεκδικείτο ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, και αφ’ ετέρου το ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε τον Δεκέμβριο του 1952 που ζητούσε από τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να «προαγάγουν το δικαίωμα των λαών για αυτοδιάθεση και να διευκολύνουν την άσκηση του δικαιώματος τούτου στα εδάφη που είχαν υπό την διοίκηση τους με τη διενέργεια δημοψηφίσματος».

Μέσα σ’ αυτό το διεθνές κλίμα και κυρίως υπό την πίεση που άσκησε ο ξεσηκωμός του Κυπριακού λαού και η ένοπλη δράση της Ε.Ο.Κ.Α η Αγγλική διπλωματία προώθησε την λύση της διχοτόμησης αναβαθμίζοντας απροκάλυπτα πλέον τον ρόλο των Τουρκοκυπρίων τους οποίους  χρησιμοποιούσε από το 1882. Γνώριζε βέβαια  ότι οι Τουρκοκύπριοι ελέγχονταν από την Τουρκία την οποία μ’ αυτόν τον τρόπο καθιστούσε μέρος του προβλήματος  παρά το γεγονός ότι με την Συνθήκη της Λοζάννης είχε αποποιηθεί των δικαιωμάτων της στην Κύπρο. Έτσι η Αγγλία πέτυχε την αλλαγή του στόχου της αυτοδιάθεσης που είχε θέσει ο Κυπριακός λαός, με εκείνο της ανεξαρτησίας, την οποία όμως η Αγγλία σχεδίαζε περιορισμένη. Οδήγησε την Κύπρο στις Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου με τις οποίες κατάφερε να εξασφαλίσει τα δικά της γεωπολιτικά συμφέροντα και να προδικάσει το μέλλον.

Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, αν και εδράζονταν σε σαθρά νομικά θεμέλια – γεγονός που η Αγγλία δεν αγνοούσε – έδωσαν την ευκαιρία στους Άγγλους να καταστούν ως μια από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας και να ασκούν παρανόμως κυριαρχικά δικαιώματα στο 3% του εδάφους της που εντοπίζεται στις  περιοχές της Δεκέλειας και του Ακρωτηρίου. Πέραν αυτών απολαμβάνουν στρατιωτικών διευκολύνσεων σε αρκετές μικρότερες περιοχές στις οποίες διατηρούν πεδία ασκήσεων και κάνουν χρήση ορισμένων δρόμων. Υπάρχει επίσης μεγάλου μεγέθους εγκατάσταση RADAR στην κορυφή του Τροόδους, και σταθμός του συστήματος παρακολούθησης επικοινωνιών ECHELON στον Αγ. Νικόλαο Αμμοχώστου. Τα εδάφη αυτά με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου παρέμειναν προς χρήση στην Αγγλία για την ικανοποίηση  αναγκών των στρατιωτικών της βάσεων. Με την έννοια αυτή δεν μπορεί να αποτελούν κράτος αφού σαφώς αναφέρεται η χρήση τους. Παρ’ όλα αυτά η Αγγλία ισχυρίζεται ότι ασκεί επ’ αυτών κυριαρχία υπό τη μορφή κράτους Αγγλικού με δικό του έδαφος. Ένα κράτος όμως πρέπει να έχει κυβέρνηση, λαό, σύνορα, νόμους και οι Αγγλικές Βάσεις δεν έχουν τίποτα από αυτά. Είναι προφανές λοιπόν ότι η Αγλλία εξακολουθεί να ασκεί επ’αυτών αποικιακή πολιτική  παρά το γεγονός ότι στις 14 Δεκεμβρίου 1969 εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 1514(ΧV) ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών με τίτλο «Διακήρυξη για την παραχώρηση Ανεξαρτησίας σε χώρες και λαούς κάτω από αποικιακό καθεστώς» και στις 12 Οκτωβρίου 1970 το ψήφισμα 2641(XXV) με τίτλο «Πρόγραμμα δράσης για την πλήρη εφαρμογή της διακήρυξης για την παραχώρηση ανεξαρτησίας σε χώρες και λαούς κάτω από αποικιακό καθεστώς » στο οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι « η συνέχιση της αποικιοκρατίας σε οποιανδήποτε μορφή ή έκφραση αποτελεί έγκλημα το οποίο συνιστά παραβίαση του χάρτου των Ηνωμένων Εθνών και των αρχών του Διεθνούς Δικαίου». Αν λοιπόν κάποιος κατέφευγε στο Διεθνές Δικαστήριο είναι βέβαιο ότι θα κατέρρεαν οι ισχυρισμοί των Άγγλων.

Η υστερία στην οποία είχε υποπέσει ο Δυτικός κόσμος κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου και η αγωνία των Αγγλοαμερικανών να διαφυλάξουν τα συμφέροντα τους στην ανατολική Μεσόγειο, τα οποία εξασφάλιζε η παραμονή των Αγγλικών Βάσεων στην Κύπρο, τους οδήγησε στη πεποίθηση ότι ήταν αναγκαία η διχοτόμηση του νησιού και η δημιουργία δυο κρατιδίων την πορεία των οποίων θα μπορούσαν να ελέγχουν αποτελεσματικότερα. Η προοπτική αυτή δεν θα ήταν εύκολα υλοποιήσιμη αν δεν συνέβαλαν καθοριστικά δυο συνιστώσες. Από την μία πλευρά η Τουρκία, διαθέσιμη στην εξυπηρέτηση των Αγγλοαμερικανικών συμφερόντων, έναντι της ευκαιρίας να προωθήσει παράλληλα με αυτά τους δικούς της στρατηγικούς στόχους και από την άλλη πλευρά η Ελλάδα  στην οποία από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά δέσποζε το δόγμα που διετύπωσε ο Γ.Παπανδρέου  ότι : «Η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονας τον μεν Αγγλικόν τον δε Αμερικανικόν και δι’ αυτό δεν ημπορεί, λόγω του Κυπριακού, να διακινδυνεύσει να πάθει ασφυξίαν». Απ’ αυτό δεν παρεξέκλινε καμία από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις της Ελλάδας και απηχεί την ώριμη προδιάθεση τους να δεχθούν οποιεσδήποτε πιέσεις. Έτσι το σχέδιο του διαμελισμού πραγματοποιήθηκε το 1974 με αφορμή το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου που έδωσε το πράσινο φως στην Τουρκία για απόβαση στο νησί. Το νεώτερο δόγμα της Ελλάδας ότι   « Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται» είναι εξ ίσου βλαβερό για τα εθνικά μας συμφέροντα.

Μετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 και τις νεώτερες εξελίξεις η Αγγλία γνωρίζοντας πόσο επισφαλής και παράνομη είναι η θέση της στο θέμα της κατοχής του 3% του Κυπριακού εδάφους πρωτοστάτησε στις δήθεν διαδικασίες επιλύσεως του Κυπριακού προβλήματος προτείνοντας το σχέδιο Χάνευ που μετονομάσθηκε σε Σχέδιο Κ. Ανάν για να έχει την κάλυψη των Ηνωμένων Εθνών. Όπως αναφέρεται στο άρθρο των κ. κ.  Χρήστου Ανδρέου, Στέλιου Θεοδούλου και Βία Λειβαδά με το σχέδια Ανάν, ( πέραν των προτάσεων που αφορούσαν στους Τούρκους) και σε συνημμένο πρωτόκολλο του σχεδίου, προβλεπόταν, να αναγνωρισθεί για το έδαφος που παράνομα κατέχουν οι Άγγλοι, εναέριος χώρος, χωρικά ύδατα και υφαλοκρηπίδα. Επιπροσθέτως οι Άγγλοι αποκτούσαν  δικαίωμα διαρκούς και ανεμπόδιστης πρόσβασης οπουδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο σ’ όλη την επικράτεια της Κυπριακής δημοκρατίας. Χρέωνε η Αγγλία στην Κυπριακή δημοκρατία όλα τα έξοδα για τις ζημιές που έκανε στους χώρους που παράνομα κατακρατεί επεκτείνοντας τα όρια των χώρων εκπαιδεύσεως, δεν θα κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό για χρήση των βάσεων παρ’ όλο που οι ίδιοι παίρνουν τεράστια ποσά από τους Αμερικανούς για την παροχή διευκολύνσεων και τέλος για να καλύπτουν κάθε παράνομη ενέργεια τους απαίτησαν όπως «οποιαδήποτε διαφορά σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή αυτού του Πρωτοκόλλου ( του σχεδίου Ανάν) θα επιλύεται κατόπιν διαβουλεύσεων και δεν θα παραπέμπεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο ή τρίτο μέρος για διευθέτηση».

Εύλογα τίθεται το ερώτημα: Γιατί είναι σήμερα η Κύπρος σημαντική για το Ηνωμένο Βασίλειο; Τόσο η Κύπρος όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως γιατί είναι τόσο σημαντικό για το Ηνωμένο Βασίλειο να διατηρεί βάσεις και να ελέγχει την Κύπρο ως εάν ζούσαμε στην εποχή της αποικιοκρατίας; Αντιγράφω την απάντηση που έδωσε  στον κ. Αχιλλέα Αιμιλιανίδη σε συνέντευξη ο Άγγλος πρώην διπλωμάτης και καθηγητής πανεπιστημίου κ. William Mallinson :

« Νομίζω ότι σήμερα ,μετά την κρίση στο Σουέζ, μετά τη δεκαετία του 1960 και την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ακόμα περισσότερο μετά την Θάτσερ και 100% μετά τον Μπλέρ, η εξωτερική πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου είναι αδιάρρηκτα δεμένη με την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Αυτή είναι η γενική απάντηση. Τώρα πιο εξειδικευμένα, γιατί έχουμε μετά από τόσα χρόνια αυτή την εμμονή με την διατήρηση των βάσεων. Θα σας δώσω την προσωπική μου εκτίμηση. Πιστεύω πως οι ίδιες στρατηγικές εμμονές που υπήρχαν στο τέλος του 18ου αιώνα τότε για την Αγγλία και αργότερα για την Βρετανία, εξακολουθούν και σήμερα να υπάρχουν, δηλαδή φόβος για τη Ρωσία, μετά για τη Σοβιετική Ένωση και ανησυχία για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Όλα τα σχετικά έγγραφα που έχω μελετήσει περιλαμβάνουν αυτή τη στρατηγική επιθυμία να διασφαλιστεί ο αγγλοσαξονικός ή δυτικός ή «δημοκρατικός» έλεγχος επί της Ανατολικής Μεσογείου. Και αυτό δεν έχει μεταβληθεί στην πραγματικότητα. Τα ίδια πράγματα επιστρέφουν με διαφορετικά χρώματα και το παρελθόν μοιάζει με το μέλλον. Υπάρχει φιλοδοξία και δυστυχώς απληστία η οποία οδηγεί στην στρατηγική. Επομένως ο πραγματικός στόχος είναι ο έλεγχος σημαντικών περιοχών του κόσμου και η αποφυγή ελέγχου άλλων μεγάλων δυνάμεων και αυτός ο τρόπος σκέψης αντικατοπτρίζεται και στη Ρωσική πολιτική, με τη διαφορά ότι η περιοχή είναι πιο κοντά στην Ρωσία γεγονός που καθιστά άνισες τις ισορροπίες. Δεν έχω πάντως δει οποιαδήποτε αλλαγή στο στόχο των Βρετανών όλα αυτά τα χρόνια. Αυτός παραμένει ο έλεγχος της Ανατολικής Μεσογείου, ιδιαίτερα ενόψει της συνέχισης του Αραβοϊσραηλινής διένεξης. Και αυτό φαίνεται και στις δηλώσεις του Κίσσιντζερ για την Κύπρο, σύμφωνα με τις οποίες η Βρετανία πρέπει να συνεχίσει να ελέγχει αυτή τη περιοχή του κόσμου, δηλαδή την Ανατολική Μεσόγειο. Επίσης, θα ήθελα να σημειώσω ότι η Βρετανική πολιτική έχει πάψει να είναι γνήσια Βρετανική. Η Βρετανία και να ήθελε, δεν μπορεί να αφήσει τις βάσεις, διότι είναι σημαντικό για αυτή να συνεχίσει να συνεργάζεται με τις ΗΠΑ και αυτό οφείλεται στο ότι η Βρετανία δεν έχει πια ανεξαρτησία απέναντι στις ΗΠΑ για να ισχυριστεί ότι δεν θα πράξει κάτι που επιθυμούν οι ΗΠΑ. Ιδιαίτερα είναι δεσμευμένη απέναντι στις εταιρείες όπλων και άμυνας των ΗΠΑ».

Οι Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου δεν εγκαθίδρυαν μιαν ανεξάρτητη δημοκρατία. Το Σχέδιο Ανάν το οποίο με σθένος απέρριψε ο Κυπριακός λαός ήταν κατά πολύ χειρότερο. Συμφωνίες που κατασκευάζονται για να ικανοποιούν τα Αγγλικά συμφέροντα είναι άκρως επικίνδυνες γιατί μια ενωμένη και ανεξάρτητη Κύπρος εντεταγμένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε αντίθεση με αυτά. Τούτο γιατί η Ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι αντίθετη με τα συμφέροντα της Αγγλίας που υπηρετεί εκείνα των Αμερικανών. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η Αγγλία αποτελεί τον Δούρειο Ίππο των ΗΠΑ στην Ευρωπαϊκή Ένωση την οποία  επιθυμούν μόνο ως μια ελεύθερη αγορά. Κάτω από αυτό το πρίσμα φαίνεται ότι τόσον οι διακοινοτικές συνομιλίες όσον και τα διάφορα σχέδια  τύπου Ανάν ελλοχεύουν κινδύνους για την κυπριακή υπόθεση.

Η γενεσιουργός αιτία της κακοδαιμονίας του Κυπριακού προβλήματος είναι τα συμφέροντα των Άγγλων που σήμερα εξυπηρετούνται από την παραμονή των βάσεων στο νησί. Το Κυπριακό θα λυθεί μόνο όταν ανατραπεί η άποψη των Άγγλων ότι ασκούν κυριαρχία στο έδαφος των βάσεων και επανεξετασθεί το καθεστώς τους. Γιατί τότε οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί θα έχουν ανάγκη την συνεργασία μας. Το θέμα για το καθεστώς των Αγγλικών Βάσεων στην Κύπρο πρέπει να τεθεί εις πείσμα των Αγγλοαμερικανών των οποίων βασική επιδίωξη είναι η νομική και πολιτική κατοχύρωση των βάσεων. Μέχρι σήμερα πολλοί έχουν υπερασπιστεί αυτή τη θέση. Νομικά επιχειρήματα υπάρχουν και είναι ισχυρά. Μόνο η ενδοτικότητα, το προσωπικό συμφέρον, και ο φόβος ορισμένων Ελλήνων και Κυπρίων αποτελούν εμπόδιο.

Η Τουρκία ευρίσκεται στην τελευταία φάση της εφαρμογής του σχεδίου του Νιχάτ Ερίμ για την Κύπρο που προβλέπει ότι «Πρέπει να επιδιωχθεί η ελεύθερη μετάβαση Τούρκων στην Κύπρο. Υπό την προϋπόθεση ότι θα λάβουμε τα μέτρα μας το σύνολο του Τουρκικού πληθυσμού μπορεί να αυξηθεί στο ποσοστό που ανερχόταν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε δεν θα ανησυχούμε για την έκβαση του δημοψηφίσματος που θα γίνει είτε για τον καθορισμό του συνόλου της νήσου είτε της διχοτόμησης». Η πολιτική του εποικισμού που εφαρμόζει η Τουρκία στην Κύπρο είναι αντίθετη με την Συνθήκη Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και το Πρωτόκολλο της Συνθήκης της Γενεύης 1977 που θεωρεί παρόμοια παραβίαση της Συνθήκης ως « έγκλημα πολέμου».

Σήφης Μανουσογιαννάκης
Αντιναύαρχος ΠΝ ε.α

Πηγή

helectra

Share

Προφορική πρώτη απάντηση Παπανδρέου στην επιστολή Ερντογάν για εκτενή διμερή διάλογο.

Η Ελλάδα ενημέρωσε το πρωί της Τετάρτης ότι η επίσκεψη του Αχμέτ Νταβούτογλου στο Μαξίμου δεν θα συνδυαστεί με επίσημη απάντηση στην επιστολή Ερντογάν περί εκτενούς διμερούς διαλόγου ώστε να διευθετηθεί το σύνολο των διμερών θεμάτων.  Ετσι, ο Ελληνας πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών και ο αναπληρωτής του στο υπουργείο διεμήνυσαν στον κ. Νταβούτογλου ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη επί του παρόντος να ξεκινήσει διερευνητικές επαφές για το συγκεκριμένο θέμα, στο οποίο μπορεί να υπάρξει σύντομα μία κοινώς αποδεκτή ρύθμιση, ακόμη και με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Θετικό κλίμα

Στις δηλώσεις που ακολούθησαν τη συνάντηση, ο Δημ. Δρούτσας έκανε λόγο για εξαιρετικό κλίμα και πρόθεση να συνεχιστεί, στο πνεύμα της συνεργασίας το διάστημα 1999-2004. «Συμφωνήσαμε για μια συνεργασία και των δύο χωρών προς αμοιβαίο όφελος αλλά και προς όφελος ολόκληρης της περιοχής της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Αυτό το πνεύμα συνεργασίας στέλνει το μήνυμα ότι Ελλάδα και Τουρκία μπορούν να συνεργαστούν. Αξίζει να προσπαθήσουμε. Είναι μήνυμα ειρήνης», τόνισε ο κ. Δρούτσας στην ενημέρωση του Τύπου. Σε αυτό το πνεύμα, ο Τούρκος πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν έχει εκφράσει την επιθυμία να συναντηθεί με τον κ. Παπανδρέου, αλλά μια τέτοια συνάντηση «θα γίνει όταν θα είμαστε καλά προετοιμασμένοι και θα έχουμε να παρουσιάσουμε κάτι απτό», υπογράμμισε.

Οσον αφορά το χρόνο επίδοσης της απαντητικής επιστολής του Ελληνα πρωθυπουργού προς τον Τούρκο ομόλογό του, είπε ότι θα γίνει τις επόμενες ημέρες. Ερωτηθείς αν υπάρχουν ακόμη περιθώρια ως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, για επίδειξη καλής θέλησης στο Κυπριακό, ο κ. Δρούτσας απάντησε ότι δεν ήταν αυτό το περιεχόμενο της συζήτησης και ότι η σχετική κουβέντα έγινε στο πνεύμα οι «Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι να μπορέσουν να διαπραγματευτούν ελεύθερα και να συμβάλουν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο στη συνέχιση της διαδικασίας».

Ικανοποίηση Λαβρόφ

Παπανδρέου και Δρούτσας είχαν εξάλλου αντίστοιχες επαφές και με τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβροφ, με το θέμα του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη να βρίσκεται στην κορυφή της διμερούς ατζέντας. Η ελληνική πλευρά εμφανίστηκε αποφασισμένη να «τρέξει» τις διαδικασίες, γεγονός που ικανοποίησε τον κ. Λαβρόφ, όπως δείχνει και η πρόσκληση που απηύθυνε στον Ελληνα πρωθυπουργό να επισκεφτεί την ρωσική πρωτεύουσα στις αρχές του 2010. Εξάλλου, προσέγγιση μεταξύ των δύο χωρών υπήρξε και στην πλατφόρμα των ρωσικών προτάσεων στο πλαίσιο του ΟΑΣΕ.

Επαφές και με τις ΗΠΑ

Το πρωί ο Γ. Παπανδρέου και ο Δημ. Δρούτσας συνάντησαν τον αναπληρωτή ΥΠΕΞ των των ΗΠΑ και συζητήθηκαν σειρά θεμάτων για την Φύρομ, την Τουρκία, τα δυτικά Βαλκάνια και τις ευρωπαϊκές προοπτικές τους, αλλά και για τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν, στο πλαίσιο της Συνόδου των υπουργών Εξωτερικών του ΟΑΣΕ. Ο Ελληνας πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών και ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, επί μία ώρα ανέλυσαν τις παραμέτρους μίας μελλοντικής επίσκεψης του Γ. Παπανδρέου στην Ουάσιγκτον, πιθανώς το 2010, με τον Τζέιμς Στάινμπεργκ.

Αργότερα σήμερα ακολουθεί το «κύριο πιάτο» των διπλωματικών επαφών, με τον νέο υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας να περνάει την πόρτα του Μεγάρου Μαξίμου για να συναντηθεί με τον Γ. Παπανδρέου και τον Δημ. Δρούτσα. Σημειώνεται πάντως ότι το ελληνικό ΥΠΕΞ αποσαφήνισε ότι η συνάντηση αυτή δεν θα συνοδευτεί από την επίσημη απάντηση της Ελλάδας στην επιστολή Ερντογάν που επιδιώκει να ανοίξει ελληνοτουρκικό διάλογο επί όλων των διμερών θεμάτων, ενόψει και της κρίσης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας.

Παραινέσεις Μιλόσοσκι

Ο υπουργός Εξωτερικών της Φύρομ σε δηλώσεις του στο περιθώριο της Συνόδου επανέλαβε την πρόταση για «αναβάθμιση των Γραφείων Συνδέσμου σε επίπεδο πρεσβειών», προκειμένου να ενισχυθούν οι διμερείς σχέσεις και να διευκολυνθεί η ροή επενδύσεων από την Ελλάδα στα Σκόπια. Πήγε μάλιστα ένα βήμα πιο μπροστά, καθώς ανέφερε ότι στο μέλλον θα πρέπει «να σκεφτούμε επίσης την υπογραφή μια διμερούς συμφωνίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας. Είμαι σίγουρος ότι η ελληνική πλευρά θα τα σκεφτεί σοβαρά και στο μέλλον θα δούμε τί από αυτά είναι εφικτό να γίνει».

Ο κ. Μιλόσοσκι συμφώνησε πάντως ότι η διαδικασία των Ηνωμένων Εθνών για την επίλυση του θέματος της ονομασίας δεν πρέπει να διαταραχθεί. «Η διαδικασία βρίσκεται στα Ηνωμένα Έθνη. Η πρόθεση δεν είναι να υποκαταστήσουμε τη διαδικασία», είπε ο κ. Μιλόσοσκι. Πρόσθεσε, δε, ότι «η νέα κυβέρνηση είναι νέα για τους Έλληνες, αλλά αν φέρνει κάτι νέο για μάς, θα εξαρτηθεί από την πιθανότητα να υιοθετήσει νέα θέση τον Δεκέμβριο. Υπάρχει ακόμη λίγος χρόνος να σκεφθούμε τα πράγματα, τα κέρδη και τις ζημίες, από ενδεχόμενο μπλοκάρισμα των αποφάσεων».

Οσον αφορά την ενταξιακή πορεία της Φύρομ, έκανε έναν παραλληλισμό με τις αντιστάσεις που είχε αντιμετωπίσει – επιτυχώς – η Ελλάδα το 1981. «Ελπίζω ότι δεν θα συμβεί για δεύτερη φορά στην ιστορία της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να παίρνει διαφορετική θέση από αυτήν που προτείνει η Κομισιόν. Είχε συμβεί το 1981, που η Κομισιόν είχε αποφανθεί ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας, όμως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας».

Οι διμερείς επαφές βοηθούν, δεν υποκαθιστούν

Νωρίτερα και σχολιάζοντας τις πρόσφατες επαφές Παπανδρέου – Γκρούεφσκι που έγιναν εκτός του πλαισίου του διαλόγου για την ονομασία της Φύρομ, ο κ. Δρούτσας αποσαφήνισε στην κρατική τηλεόραση ότι «η μόνη διαδικασία για το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων είναι η διαδικασία του ΟΗΕ. Αυτή είναι, αυτήν στηρίζουμε, σε αυτό το πλαίσιο κάνουμε τις προσπάθειες». Αποσαφήνισε ωστόσο ότι «απευθείας επαφές με τα Σκόπια όχι μόνο δε βλάπτουν, αλλά εμείς πιστεύουμε ότι πραγματικά μπορούν να βοηθήσουν την όλη διαδικασία».

Στο ίδιο πλαίσιο η κυβέρνηση εξετάζει μία επίσκεψη του ίδιου στη γειτονική χώρα, καθώς «το θεωρούμε θέμα και ένδειξη σοβαρότητας της κυβέρνησης να εξετάζουμε όλα τα θέματα, ακόμα και σε θεωρητικό επίπεδο. Το θέμα, η δυνατότητα μίας επίσκεψης στα Σκόπια, ιδιαίτερα με την ιδιότητα του Προεδρεύοντος του ΟΑΣΕ, πάντα είναι στο τραπέζι. Το εξετάζουμε και θα δούμε στην πορεία εάν αυτό είναι σκόπιμο, είναι χρήσιμο, μπορεί να πραγματοποιηθεί».

Κόκκινη γραμμή για την είσοδο στην ΕΕ

Στη συνέχεια ωστόσο ανέφερε ότι «διαφορετική στάση των Σκοπίων δεν μπορώ να πω ότι αυτή τη στιγμή μπορούμε να διακρίνουμε, αλλά και πάλι είμαστε σε μια διαδικασία διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο του ΟΗΕ, εκεί γίνονται οι διαπραγματεύσεις και εκεί θα δούμε πώς θα κυλήσουν, πώς θα πάνε τα πράγματα». Ούτως ή άλλως όμως, όπως ξεκαθάρισε ο κ. Δρούτσας, «έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων των Σκοπίων με την Ευρωπαϊκή Ένωση δε νοείται χωρίς προηγούμενη επίλυση του θέματος της ονομασίας των Σκοπίων».

Αλλο ο ΟΑΣΕ, άλλο η ΕΕ

Απαντώντας σε ερώτηση για το αν η ασφάλεια στην Ευρώπη θα έπρεπε να συζητείται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που άλλωστε συνεχώς διευρύνεται και αποκρυσταλλώνει μία κοινή εξωτερική πολιτική, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών σημείωσε ότι σήμερα «η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελείται από 27 κράτη-μέλη, ο ΟΑΣΕ έχει 56 κράτη-μέλη, άρα το εύρος είναι πολύ μεγαλύτερο, καλύπτονται πολλές άλλες γεωγραφικές περιοχές και διαφορετικές ιδεολογίες. Αυτή είναι η μεγάλη αξία του ΟΑΣΕ, γι’ αυτό δίνουμε και εμείς αυτή τη μεγάλη σημασία σε αυτές τις συζητήσεις. Θεωρούμε, και το θεωρούν αυτό και τα περισσότερα κράτη-μέλη του ΟΑΣΕ, ότι ο ΟΑΣΕ είναι το κατάλληλο forum για μια τέτοια συζήτηση και αυτές είναι οι προσπάθειες εδώ. Αλλά το ένα βεβαίως δεν αποκλείει το άλλο» υπογράμμισε.

Πιέσεις της Κομισιόν για το όνομα

Ως μια πραγματική ευκαιρία της Φύρομ να αποδείξει τη βούλησή της για επίλυση του ζητήματος της ονομασίας, βλέπει την επικείμενη σύνοδο κορυφής της ΕΕ ο Ζοζέ Μπαρόζο. Παράλληλες διαπραγματεύσεις για το όνομα και ενταξιακές ζήτησε ο Ν.Γκρούεφσκι.

Την πεποίθηση ότι ενόψει της επικείμενης Συνόδου Κορυφής της ΕΕ την επόμενη εβδομάδα δίνεται μια πραγματική ευκαιρία στην Φύρομ να αποδείξει στους Ευρωπαίους ηγέτες ότι μπορεί να υπάρξει λύση στο θέμα της ονομασίας εξέφρασε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής ΕπιτροπήςΖοζέ Μανουέλ Μπαρόζο μετά τη συνάντηση που είχε σήμερα στις Βρυξέλλες με τον πρωθυπουργό της Φύρομ Νίκολα Γκρούεφσκι.

Σε δηλώσεις του ο κ. Μπαρόζο σημείωσε ότι η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να εισηγηθεί την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Φύρομ ήταν ένα μήνυμα ενθάρρυνσης προς την πολιτική ηγεσία της χώρας να εργαστεί για λύση του προβλήματος, επισημαίνοντας παράλληλα πως υπάρχει τώρα μια πραγματική ευκαιρία για την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας της Φύρομ, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιδειχθεί η κατάλληλη πολιτική βούληση από τις δύο πλευρές. Από την πλευρά του ο πρωθυπουργός της Φύρομ, αφού είπε ότι το τελευταίο διάστημα υπάρχει εντατικοποίηση τόσο των απευθείας επαφών μεταξύ των δύο πλευρών όσο και μεταξύ των διαπραγματευτών στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών ανέφερε ότι επί της ουσίας δεν έχει σημειωθεί πρόοδος στις συνομιλίες.

Ο Ν. Γκρούεφσκι ανέφερε ακόμη ότι η Ελλάδα έχει περιθώρια κινήσεων ώστε να επιδείξει ευελιξία στην ικανοποίηση του αιτήματος της Φύρομ, για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Επεσήμανε ειδικότερα ότι οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν να εξελίσσονται παράλληλα με τις συνομιλίες για την επίλυση της εκκρεμότητας της ονομασίας και προέβαλε ως επιχείρημα ότι εφόσον το θελήσει η Ελλάδα μπορεί να προβάλει βέτο για κάθε άνοιγμα και κλείσιμο των 35 κεφαλαίων του κοινοτικού κεκτημένου, δηλαδή τουλάχιστον 70 φορές, όπως είπε χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό της Φύρομ, η απόφαση της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ σε ό,τι αφορά την Φύρομ, δημιούργησε μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών και δεν συνέβαλε στη δημιουργία κλίματος συναίνεσης.

Πηγή: ΕΘΝΟΣ

helectra

Share